Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Τα μητρο-πατρογονικά μου είναι απέναντι από το χωριό, στον Άι-Γιάννη. Πριν 65 χρόνια από κει θαύμαζα 500 σπίτια (οικίες, σταβλαχερώνες και παράσπιτα) με σκούρες πλακοσκεπές, που σαν μανιτάρια φύτρωναν στο απέραντο πράσινο του χωριού. Όλα ήταν σαν άνθη που ξεφύτρωναν μέσα από τη γη. Όλα αυτά ήταν θαυμάσια έργα των μαστόρων του χωριού, γιατί το Κρίκελλο ήταν το πρώτο μαστοροχώρι της Ευρυτανίας. Από τότε μόνο θανάτους αυτών των ανθέων είχαμε και κανένα γεννητούρι, ώσπου φτάσαμε σήμερα να μην υπάρχει κανένα.

Η πλακοσκεπή αυτών των κοσμημάτων η μοιραία τους αδυναμία. Πολλοί την άλλαζαν με ευτελείς τσίγκους ή μοντέρνα κεραμίδια. Παρά ταύτα όμως πολλά απ΄ αυτά, που είναι ακατοίκητα, κάθε χειμώνα καταρρέουν. Φέτος νεκρολόγησα ένα από τα τελευταία του είδους με τα λόγια του Σεφέρη:

«Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα

με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες

γυαλίζοντας στ’ αργό ψιχάλισμα.

Άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες που ήρθαν

όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν».

Σ΄ όλους τους ανθρώπους, των μεγαλουπόλεων ή όχι, υπάρχει ένα αρχέτυπο σημείο αναφοράς, που είναι κάποιο χωριό σκαρφαλωμένο σε μια ελληνική πλαγιά. Κι αν όχι, μπορεί να είναι μια πόλη ανθρώπινη με σπίτια χαμηλά κι αυλές με γιασεμιά. Ο καθένας έχει μέσα του μια ακατάλυτη αγάπη, η οποία:

«…χάθηκε με τα σπίτια

που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι

και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινόπωρου».

Στη γειτονιά μου στο χωριό τα τελευταία 40 χρόνια νεκρολόγησα 16 αρχοντόσπιτα, χτισμένα από το Μεσοπόλεμο και πίσω και 4 μεγάλα σπίτια, που έκτισαν οι κάτοικοι μετά τον Πόλεμο, παρασυρμένοι από την κοινωνική δύναμη της αδράνειας και αντίστασης στον επελαύνοντα αστικό βιομηχανικό πολιτισμό, αλλά ουδέποτε τελείωσαν και ούτε βέβαια κατοικήθηκαν. Όλα αυτά ήταν όρθια και γερά μέχρι που «γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινόπωρου».

Το σπίτι της φωτογραφίας είναι το τελευταίο σπίτι που χτίστηκε στη γειτονιά μου (χύθηκαν τα νερά) μετά το 1950 κι από τότε αντιστέκεται στις επιθέσεις του χρόνου και περιμένει την αποπεράτωσή του, ώσπου φέτος τραυματίστηκε θανάσιμα, με κίνδυνο να μην το βρει η άνοιξη όρθιο. Ο χειμώνας είναι ο μεγάλος αποδομητής, καταστρέφει τα υπόλοιπα και τα άχρηστα της προηγούμενης ενιαύσιας χρήσης και στρώνει το δρόμο να έρθει η άνοιξη. Τα ζώα θα γεννήσουν τα μικρά τους, τα δέντρα θα πετάξουνε καινούργια φύλλα, στη γης σκάνε τα νέα φύτρα, που θα μας κατακλύσουν με νέα άνθη και ευωδιές. Μόνο τα «άνθη της πέτρας» που θα καταρρεύσουν -έργο πολύτιμο του ανθρώπινου μόχθου και του προαιώνιου πολιτισμού μας- δεν πρόκειται ποτέ να ξαναφυτρώσουν.