“…Η απογευματινή νεροποντή ήταν, πάλι, η αιτία της καθυστέρησης του συγκοινωνιακού μέσου, αφού ο οδηγός και οι επιβάτες του κοψοχόλιασαν να περάσουν τις νεροφαγιές στις Μπίλισες και τον πλημμυρισμένο Σελιώτη στα Σβερωναίικα.

Ο ερχομός του πρασινόασπρου φορτοεπιβατικού αυτή την ώρα στη Βαρβαριάδα, αποτελούσε το γεγονός της ημέρας, αφ’ ότου πριν από λίγα χρόνια, έγινε ο αυτικινητόδρομος και καθιερώθηκε η καθημερινή συγκοινωνία. ΒΑΡΒΑΡΙΑΔΑ-ΚΡΕΝΤΗ-ΚΑΡΠΕΝΗΣΙ έγραφε στη μετώπη του το λεωφορείο και στη χαρακτηριστική κοφτή του μούρη δέσποζε ένα επιβλητικό σήμα της Μερσεντές. Η καθ’ όλη την επιφάνεια της οροφής απλωμένη μεταλλική, με ξύλινες ράγες, σχάρα κρατούσε πάνω της ένα υπέρογκο φορτίο, το οποίο προφύλασσε απ’ τη βροχή ένας γερά ληταρωμένος στρατιωτικός μουσαμάς. Ίδιο κομμάτι μουσαμά κάλυπτε το πίσω μέρος του αμαξιού, που κατέληγε σε καρότσα, χωρισμένη απ’ την καμπίνα των επιβατών με ειδικό χώρισμα, κάτι σαν ”φράχτης”. Ο συμπαγής αυτός φράχτης ειδικά σήμερα ήταν αναγκαίος , αφού στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μεταφέρονταν ένα αλογομούλαρο του Κίτσιου, του αγωγιάτη απ’ τ’ Άγραφα, αγορασμένο και φερμένο απ’ το Λαμιώτικο κάμπο.

…Οι επιβάτες, στοιβαγμένοι στα λίγα καθίσματα, σίγουρα θα ένοιωθαν καλύτερα απ’ τους όρθιους, που σε κάθε απότομη στροφή και λακκούβα αιωρούνταν σαν κινούμενα εκκρεμή με το φόβο να τραυματιστούν. Τέτοια προβλήματα ποτέ δεν αντιμετώπιζε ο πρόεδρος, ο αγρονόμος και ο νωματάρχης που θα ταξίδευε, αφού ”δικαιωματικά” θα κάθονταν στην προνομιούχα πρώτη διπλή θέση πλάι στον οδηγό…Ο βοηθός , όρθιος, κρατιόταν απ’ το χερούλι της ασφαλισμένης πόρτας, ανοιγοκλείνοντάς την σε κάθε ενδιάμεση στάση, ρίχνοντας βέβαια κλεφτές ματιές στο πλούσιο ντεκολτέ και τα τροφαντά στήθη της Αθηναίας νεαρής δασκάλας του Μοναστηρακιού, που ταξίδευε στη διπλανή θέση κι απολάμβανε με ανάμεικτα συναισθήματα τις εμπειρίες αυτού του πρωτόγνωρου γι’ αυτήν ταξιδιού. Τελικά το λεωφορείο έκανε δυο-τρεις μανούβρες, σταμάτησε στο προκαθορισμένο σημείο κι έσβησε η θορυβώδης μηχανή του, σκορπώντας τριγύρω έντονη μυρουδιά του καυσαέριου απ’ το καμμένο πετρέλαιο…”

Το εν λόγω απόσπασμα είναι από “Το Αγραφιώτικο συναξάρι”,2005, (βιβλίο του υποφαινομένου) και είναι αφιερωμένο στον αείμνηστο Πάνο Τσιγαρίδα από το Μάραθο, που έφυγε άδοξα την Δευτέρα του φετινού Πάσχα, από τροχαίο ατύχημα, στην Βαρβαριάδα, πολύ κοντά στην εκεί κατοικία του. Ο Πάνος, ο τελευταίος οδηγός της άγονης γραμμής των Αγράφων, στη δεκαετία του ’90, άλλαξε το παλιό του λεωφορείο με καινούργιο και συνεργάστηκε με το ΚΤΕΛ Ευρυτανίας. Τελικά εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Βαρβαριάδα, στη θέση του Χοντέικου χανιού, με την αγαπημένη του γυναίκα τη Βαγγελή, μεγαλώνοντας τα τρία παιδιά τους. Ο γελαστός , και αξιαγάπητος Πάνος, όλων των Αγραφιωτών και όχι μόνο, θα μας λείψει. Καλό σου ταξίδι Πάνο..!  

                                                                                                  Κώστας Μπουμπουρής

                                                               Αστυν.Δ/ντής ε.α.-Συγγραφέας

                                                                                                 (k.boubouris@yahoo.gr)