Είναι μια ποίηση «του εσωτερικού χώρου, της πνευματικής και καλλιτεχνικής αγωνίας και των υπαρξιακών ερωτημάτων».

Νεότεροι

Δεν θα πιστέψουμε πως είμαστε/ οι ευτυχισμένοι άνθρωποι. Ποτέ/ δε μάθαμε καλύτερα τη γέψη/ της επιθυμίας μες στο στόμα μας./ Το σώμα μας αρνιέται να μας αποδώσει/
στην ευφορία της ζωής./ Είμαστε μεις οι λυπημένοι, όμως/ που δε λυπούνται, οι στερημένοι,/ που δε θυμούνται τη στέρησή τους πια,/ εμείς οι αφανισμένοι που αποχτούμε/ δύναμη απ’ τη σκληρή μας τύχη./ Τα όνειρά μας πίσω τ’ αφήσαμε./ Τα μάτια μας δε θέλουμε να τα σφαλίσουμε,/ μας μέλλεται να προχωρήσουμε πολύ μακριά/
με τα λιγνά ποδάρια μας, τα άσχημα,/ να ξεπεράσουμε οδεύουμε τον εαυτό μας. Πίσω αφήνουμε τον πόνο μας,/ εμείς οι πιο γυμνοί, οι πιο απελπισμένοι,/ τιμωρημένοι, δίχως να πιστεύουμε/ στην τιμωρία μας, πηγαίνουμε/ να συναντήσουμε, να ορίσουμε ξανά/
τη γνώση της νεότητας και του θανάτου./

Εις μνήμην

Πυώδης πλευρίτις,/ η κατάσταση αποτόμως οξεία,/ μια παλιά φυματίωση/ η αιτία και το κληρονομικό./(Είχαν τρεις πεθάνει στο σπίτι του απ’ την επάρατο νόσο.)/ Πίστευε στη ζωή, ζητούσε να ζήσει./ Είχε δυνάμεις κι έλπιζε/ ως το αόριστο τέλος. Πέθανε/
στο σανατόριο μοναχός, δίχως/ κανένας καημός να τον συνοδέψει/ για τη δική του ζωή,/
που ήταν σε ακμή ωραιότητας./ Μιλήσαμε γι’ αυτόν οι γνωστοί/ με φόβον κάποιον, χαιρόμασταν κρυφά/ για τη δική μας, αβέβαια εξασφάλιση./ Τον θυμούμαι,/
τύψη μέσα στο σώμα μου/ ζωής και θανάτου./

Σιωπηλοί περίμεναν

«Σιωπηλοί περίμεναν τις ειδήσεις.»/ Η θλίψη είναι πιο δυνατή απ’ τις φωνές./
Δίχως φωνή επίκλησης,/ δίχως βοήθειας επίκληση,/ η απόφαση της υπομονής κυριεύει,/
κύρια η θλίψη καίρια/ βαστά, γίνεται θέληση/ και βαστά την υπομονή,/ γίνεται η θλίψη υπομονή/ σταθερή κι ακέρια./

Μοναξιά

Πού θα πάμε, ψυχή, μ’ όλη τούτη/ την εξορία που μέσα μας φέρνουμε;/ Μαζί μας κανένας κι η μοναξιά/ έγινε τόσο παράξενη, που είναι ίδια/ με τη συντροφιά των πολλών ανθρώπων./ Μιλάς και σωπαίνεις και τα πράγματα/ μένουν αδιάλλαχτα, σα να μην υπάρχει/ θέληση καμιά, να τα κυβερνήσει./ Αστειότερες, οι θλιβερές προσπάθειες,/
γιατί τόση απαισιοδοξία;… Σαν το τίποτα/ να μεγάλωσε, να φούσκωσε αλλόκοτα,/
δείχνει ένα πρόσωπο παράφορο δίχως μορφή,/ έτοιμο να σκάσει, να βγάλει απ’ το νου,/
όλα τα πλήθη που το κρατούν/ και τώρα διασπώνται, σαν το τίποτα/ να γίνετ’ ένα μυρμήγκιασμα./ Α, τι αθλιότητα περιέχουν/ τα μάτια τής μοναξιάς!/ Φύγετε τόσο μακριά,/ που ποτέ να μη συναντήσετε πια/ την μονάχην εικόνα σας,/ καθώς φαίνεται, σήμερα, ολόκληρη.

Ψυχή, μη λησμονείς την έπαρση

Ψυχή, μη λησμονείς την έπαρση./ Το άσπονδο που τρέφεις,/ σαν έρωτας σκληρότατος υπάρχει/ και εισχωρεί ως το μεδούλι του σκελετού,/ που συγκρατεί του σώματος την ύψωση./ Μη λησμονείς την έπαρση,/ φαρμάκι αδυσώπητο, φάρμακο δυνατό/
κρατάει την έκφραση άκαμπτη/ και δυναμώνει η γνώση του χωρισμού./ Ποιος χωρισμός θα σε βαστάξει ανένδοτη/ κι ακέρια; Πώς ημπορεί/ μια τέτοια να συγχωρήσει προσφορά;/ Ω συμφορά, τα χέρια της αγάπης παραλύουν/ και προχωρεί στο δρόμο της πορείας,/ εξόριστος ο άνθρωπος./ Δίχως της συγκατάβασης τη χάρη,/
στεγνών’ η δύναμη την ευφορία του σώματος./ Σα θάνατος αδιέξοδος η δύναμη της έπαρσης,/ σπάνιο, απαίσιο χάρισμα της μοναξιάς αγέρωχης./ Μη λησμονείς την έπαρση./
Μονάχα, όταν σου γίνει δοκιμασία, ψυχή,/ θα μάθεις τη σημασία/ της άκρατης, σφοδρής υπερηφάνειας/ το ακόρεστο μυστικό.

Χειρόγραφα

Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός,theofanhspap@outlook.com