Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός theofanhspap@outlook.com

«Όποιος πιστεύει ότι τα πεσμένα φύλλα είναι νεκρά δεν τα έχει δει ποτέ να χορεύουν στον άνεμο» Shira Tamir

«Ὁ φυλλομάντης», Οδυσσέας Ελύτης

Ἀπόψε βράδυ Αὐγούστου ὀχτὼ,/ Ναυαγισμένο στὰ ρηχὰ τῶν ἄστρων//Τὸ παλιό μου σπίτι μὲ τὰ σαμιαμίθια/ Καὶ τὸ χυμένο τὸ κερὶ στὸ κομοδίνο ἐπάνω/ Πόρτες παράθυρα ἀνοιχτὰ/ Τὸ παλιό μου σπίτι ἀδειάζοντας/ Φορτίο τῆς ἐρημιᾶς μέσα στὴ νύχτα./ Σαστισμένες φωνὲς κι ἄλλες ποὺ ἀκόμη/ Τρέχοντας μες στὶς φυλλωσιὲς ἀστράφτουν σὰν/ Μυστικὰ περάσματα πυγολαμπίδας/ Ἀπὸ βάθη ζωῆς ἀναστραμμένης/ Μὲς στὸ κρύο ἀσπράδι τῶν ματιῶν/ Ἐκεῖ ποὺ ἀκινητεῖ ὁ Καιρὸς/ Κι ἡ Σελήνη μὲ τ’ἀλλοιωμένο μάγουλο

«Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», Τάσος Λειβαδίτης

[…]Τα πουλιά φεύγουν το φθινόπωρο πηγαίνοντας να διεκπεραιώσουν/ μυστηριώδεις υποθέσεις – /   την άνοιξη θα μάθουμε τα νέα/ τ’ απογέματα οι φωνές των παιδιών που παίζουν μοιάζουν μ’ ένα/ παραμύθι που δε μάς το τελείωσαν και γυρίζει και μάς αναζητά/ ή όταν ακούω ένα φλάουτο να παίζει το βράδυ συλλογιέμαι πως/ όλα θα τελειώσουν κάποτε./ Καμιά φορά βρέχει και κάθομαι σ’ ένα καφενείο, οι άνθρωποι όσο/ γερνάνε γίνονται πιο ξένοι/ κι είδα κάποιους απελπισμένους να περιμένουν στους σιδηροδρομικούς/ σταθμούς, όχι για το ταξίδι, αλλά για τ’ όνειρο/ ενώ οι στάλες της βροχής γράφουν μια μεγάλη επιστολή στα τζάμια./ Ποιος τη στέλνει; Τι γράφει; Θ’ απαντήσεις; […]

«Πόθος», Κ.Π. Καβάφης
Βαθύ χινόπωρο γοερό, πόσο καιρό σε καρτερώ,/ με τις πλατιές, βαριές σου στάλες/ των φύλλων άραχλοι χαμοί, των δειλινών αργοί καημοί,/ που με μεθούσατε τις άλλες…/ Τα καλοκαίρια μ᾿ έψησαν και τα λιοπύρια τα βαριά,/ κι οι ξάστεροι ουρανοί οι γαλάζοι:/ απόψε μου ποθεί η καρδιά/ πότε να ῾ρθεί μέσ᾿ τα κλαριά,/ ο θείος βοριάς και το χαλάζι!/ Τότε, γερτός κι εγώ ξανά, μέσ᾿ τα μουγγά τα δειλινά,/ θ᾿ αναπολώ γλυκά, -ποιος ξέρει-,/ και θα με σφάζει πιο πολύ, σαν ένα μακρινό βιολί,/ το περασμένο καλοκαίρι… 

«Είμαι ένα φύλλο ωχρό», Μυρτιώτισσα

Είμαι ένα φύλλο ωχρό του φθινοπώρου/ που από βουνίσιο δέντρο έχει ξεφύγει,/ το βήμα με ταράζει του οδοιπόρου,/ στον άνεμο χρωστώ τα θεία μου ρίγη./ Είμ᾽ένα σάπιο ξύλο από καράβι/ κι η θάλασσα για πάντα μ᾽ορίζει,/ τους πόθους μου γι᾽άφταστα μάκρη ανάβει,/ καθώς με πάει και με στριφογυρίζει.[…]

«Τὸ φύλλο τῆς λεύκας», Γιώργος Σεφέρης

Ἔτρεμε τόσο ποὺ τὸ πῆρε ὁ ἄνεμος/ ἔτρεμε τόσο πῶς νὰ μὴν τὸ πάρει ὁ ἄνεμος/ πέρα μακριὰ/ μιὰ θάλασσα/ πέρα μακριὰ/ ἕνα νησὶ στὸν ἥλιο/ καὶ τὰ χέρια σφίγγοντας τὰ κουπιὰ/πεθαίνοντας τὴν ὥρα ποὺ φάνηκε τὸ λιμάνι/ καὶ τὰ μάτια κλειστὰ/ σὰ θαλασσινὲς ἀνεμῶνες./ Ἔτρεμε τόσο πολὺ/ τὸ ζήτησα τόσο πολὺ/ στὴ στέρνα μὲ τοὺς εὐκαλύπτους/ τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο/ σ᾿ ὅλα τὰ δάση γυμνὰ/ θεέ μου τὸ ζήτησα./
«Φθινόπωρο», Ράινερ Μαρία Ρίλκε
Τα φύλλα πέφτουν, πέφτουν λες από ψηλά,/ σαν να ξεράθηκαν οι κήποι τ’ ουρανού·/ πέφτουν με μι’ άρνηση στο στόμα του κενού./
Και μες στη νύχτα πέφτει η Γη βαριά,/ από τ’ αστέρια προς τη μοναξιά./ Όλοι μας πέφτουμε. Το χέρι αυτό που γράφει./ Δες, όλα γύρω χάνονται στα βάθη./ Είναι όμως Κάποιος που την πτώση αυτή/ στα δυο του χέρια στοργικά τη συγκρατεί.