Χειρόγραφα

Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός

theofanhspap@outlook.com

Πριν δέκα χρόνια – μετά την μεγάλη επιτυχία που είχε το «Νησί» της Βικτώρια Χίσλοπ – είχε κυκλοφορήσει ένα ιδιαίτερο βιβλίο από δύο Έλληνες συγγραφείς.  Τον Θέμο  Κορνάρο στο πρώτο μέρος του βιβλίου με τίτλο «ΣΠΙΝΑΛΟΓΚΑ» όπου διαβάζουμε την δική του μαρτυρία για το νησί και στην συνέχεια η Γαλάτεια Καζαντζάκη μας αφηγείται μια ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στο ίδιο μέρος με τίτλο «ΑΡΡΩΣΤΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ». Τα δύο κείμενα δημοσιεύονται μαζί, δημιουργώντας ένα δυνατό ψυχογράφημα το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ.

«ΩΡΕΣ ΩΡΕΣ η ψυχή τ’ ανθρώπου μένει ακυβέρνητη. Πόνος και χαρά ή μίσος κι αγάπη στένουνε πόλεμο, λυσσασμένα μάχουνται ποιο να την κερδίσει. Αυτά τα συλλογίζομαι καθώς στέκομαι στην αποβάθρα και θωρώ τη Θεονύφη τη λεπρή να κρατά το μωρό της στην αγκαλιά. Σήμερα της το παίρνουνε. Γεννήθηκε γερό. Ήρθε διαταγή να το στείλει η αστυνομία στο βρεφοκομείο στην Αθήνα.

[…]

Ένας χωροφύλακας απ’ τη βάρκα κρατά με το ‘να χέρι το τουφέκι του και με τ’ άλλο απλωμένο προς τη στεριά φωνάζει:

«Δώσ’ το!»

 «Δώσ το σου λένε!»

«Καλέ, σ’ εμένα το λες;»

Ξαφνιάστηκε!

«Και με τα δυο, και με τα δυο χέρια πιάσ’ το. Για το Θεό, πρόσεξε το παιδί μου! Και με τα δυο σου λέω! Παναγία μου, βοήθα το, Χριστέ μου, φύλαξέ μου το!»

Κι η καρδιά της μάνας χτυπά ξαγριεμένη στο στήθος. Πόρτα γυρεύει να βγει. Ίσως γυρεύει να πεταχτεί όξω για να φανούνε οι πληγές, οι βάρβαρες τσαγκρουνιές που της άνοιξε η γλώσσα του πολιτισμένου ανθρώπου».

«Τι επιπόλαιοι και ελαφροί που είναι οι άνθρωποι. Την κατάσταση που δεν είναι δική τους δεν μπορούν να την αντιληφτούν, ούτε λίγο. Τι νόμισαν; Επειδή τους ζητούσα τρεις πήχες ύφασμα, έφταναν να λησμονήσουν πως είμαι, που βρίσκομαι. Με κατασπάραξαν με τις ασήμαντες τους φλυαρίες . Πως κατάφεραν να ξεχάσουν πως εγώ ήμουν μια πεθαμένη, ολότελα πεθαμένη, και δεν ήταν δυνατό να έρθουν σε καμιά απολύτως σχέση. Όταν μιλά κανείς σε ανθρώπους που είναι βυθισμένοι στη δυστυχία, πρέπει να έχει μεγάλη προσοχή. Όλα πληγώνουν τους δυστυχισμένους. Ο τρόπος τους μου έδειξε την αθλιότητα μου. Εγώ φταίω. Όταν ένας λεπρός σαν κι εμένα γράφει και ζητάει στολίσματα και τουαλέτες, δίνει το δικαίωμα να νομίσουν πως περνά περίφημα. Τόσο περίφημα, όσο δεν περνά κανένας γερός. Πόσο άθλια εικόνα θα τους παρουσιάσω σα με φανταστούν στολισμένη το ζωηρό μου φόρεμα, με τα μαλλιά σγουρωμένα, πουντραρισμένη, με τα χείλη βαμμένα. Και είναι τόσο επιπόλαιοι, που θα αναγγείλουν το γεγονός και στο Μάρκο. Ποτέ άλλοτε δε βρήκα τόση αθλιότητα στη ζωή μου όσο τώρα. Έχασα την αυστηρή μου υπερηφάνεια, την αξιοπρέπεια πάντα απέναντι τους. Η μόνη σωτηρία είναι να μην τους ξαναγράψω ποτέ πια. Τίποτα, τίποτα. Ο Μάρκος  μπορεί να ρωτά όσο θέλει».

«Άραγε η ψυχή μου θα διψάσει πάλι το μικρό λευκό ανθάκι;»

Πρόκειται για δύο διαφορετικές γραφές, ωστόσο καταφέρνουν με μεράκι και οι δύο συγγραφείς μέσα από τις γκρίζες του ιστορίες να υμνήσουν την ζωή, την αγάπη, τον έρωτα, τ’ όνειρο που δεν το εγκαταλείπει ο άνθρωπός σε κανένα μέρος του κόσμου, σε κανένα μονοπάτι… ακόμη κι εκείνου που οδηγεί στο θάνατο…