‘Προτιμώ ο τριαντάρης να πάει να εμβολιαστεί στις 6μμ. τη Μεγάλη Παρασκευή από το να είναι στον Επιτάφιο’. Αυτή ήταν η τοποθέτηση γνωστού δημοσιογράφου, που βρήκε και άλλους σύμφωνους στο πάνελ, σε σχέση με το κλείσιμο των εμβολιαστικών κέντρων από την Μ. Παρασκευή και τη διακοπή των εμβολιασμών μέχρι τη Δευτέρα του Πάσχα. Ειλικρινά δυσκολεύομαι να αποτυπώσω τις σκέψεις μου σε σχέση με την ουσία, αλλά και τον συμβολισμό μιας τέτοιας τοποθέτησης, και αναρωτιέμαι, η πρόταση  ‘Προτιμώ ο τριαντάρης να πάει να εμβολιαστεί στις 6μμ. τη Μεγάλη Παρασκευή από το να είναι στην κηδεία του πατέρα του’, θα διατυπώνονταν ποτέ από κάποιον τόσο απλά; Και τώρα μάλλον ξεκινάει μια μεγάλη κουβέντα, ποια η σχέση του Επιταφίου της Μ. Παρασκευής με την κηδεία του πατέρα μας και του Πατέρα μας. Αν ξεκινάει λοιπόν μια τέτοια συζήτηση, μάλλον πιθανά βρισκόμαστε σε ένα ιστορικό μεταίχμιο, όχι μόνο σε σχέση με τη θρησκεία μας, αλλά και σε σχέση με τις πολιτισμικές καταβολές της ράτσας μας από την αρχαιότητα.

Τα παραδείγματα ιστορίας περισσεύουν όταν πρέπει σε αυτή την χώρα να μιλήσουμεγια τον συμβολισμό, τη μετά- φυσική, τα μυστήρια και το μυστικισμό, τα τελετουργικά, τον σεβασμό του κύκλου της ανθρώπινης ζωής, των κύκλων της φύσης, των ορατών και των αοράτων, των ουράνιων και των γήινων,από την αρχαιότητα έως σήμερα. Πως φτάσαμε σήμερα να έχουμε μια τόσο διαφορετική σχέση και επίγνωση με όλα αυτά; Και δεν έχει να κάνει αυστηρά και μόνο με τη θρησκεία μας και με το αν κανείς αντιλαμβάνεται την Μ. Παρασκευή ως πένθος και κηδεία του Πατέρα του, φοβάμαι ούτε με τον φόβο Θεού. Γιατί αν υποθέσουμε ότι δεν πιστεύουμε όλοι σ΄ αυτή την χώρα πως έχουμε τον ίδιο Πατέρα, εγώ θυμάμαι από παιδί ότι όταν ο γείτονας κήδευε τον πατέρα του, έπρεπε ν’ αφήσεις τη δουλεία σου και να πας για συχώριο στην εκκλησία. Ακόμα και σε πόλεμο τα μυστήρια είχαν μια κεντρική θέση στον πολιτισμό μας, που απλά μετουσιώθηκε και άλλαξε μέσα στους αιώνες.

 Έχει να κάνει με μια μεγάλη αλλαγή στην ανθρωπότητα που σταδιακά φτάνει και σε μας; Έχει να κάνει με τον ανθρώπινο εγωισμό, ότι το είδος μας και τα επιτεύγματά του βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας της γνώσης; Έχει να κάνει με τη ζωώδη φύση μας, που σαν άγριο θηρίο, κυριαρχείται από το ένστικτο της επιβίωσης σε κάθε κίνδυνο για την ζωή του, παρόλο που φοράει το μανδύα του έλλογου όντος; Ό,τι κι αν συμβαίνει, ένα πράγμα μιλάει σίγουρα στις καρδιές, στο νου και στις ψυχές του καθένα. Είτε αισθάνεται ή πιστεύει κανείς ότι στον Επιτάφιο αποχαιρετούμε τον πνευματικό μας Πατέρα και περιμένουμε την Ανάστασή Του, είτε αντιλαμβάνεται την πεμπτουσία και τους συμβολισμούς της μέρας, είτε όχι, κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τη μυρωδιά και τα ανοιξιάτικα λουλούδια που γεμίζουν τους ναούς, τα μικρά παιδιά που περνούν σταυρωτά κάτω από το Επιτάφιο, τη σιωπή που απλώνεται σε κάθε γειτονιά της χώρας όταν χτυπήσουν οι νεκροκαμπάνες, την περιφορά με τα εξαπτέρυγα και τα αναμμένα κεριά και τη γιαγιά να ψιθυρίζει στο αφτί.. ‘‘Σβήσε το τώρα, δεν το πάμε σπίτι το φως από τον Επιτάφιο, αύριο θα περιμένουμε της Ανάστασης’’. Γιατί τι κάνει τούτη τη χώρα μοναδική; Κάτι τέτοια λόγια, κάτι τέτοιες μυρωδιές, κάτι τέτοιες εικόνες και μια Ανάσταση που πάντα περιμένουμε μετά τον Επιτάφιο.