Η παράδοση της Στερεάς Ελλάδας, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας θέλει το φαγητό να ψήνεται στη γάστρα, το απαραίτητο σκεύος της υπαίθριας ζωής. Αρνί, κατσίκι, ψωμί, πίτες και πολλά άλλα, στη γάστρα δεν έχουν καμία απολύτως σχέση όσον αφορά στη γεύση αλλά και στη μυρωδιά, συγκριτικά με τον κοινό φούρνο. Η γάστρα μαζί με την πυροστιά, το ξυθάλι, ένα κακάβι με το καπάκι για πιάτο, ήταν τα βασικά σκεύη της υπαίθριας κουζίνας γιατί πολύ λίγες οικογένειες διέθεταν μόνιμους φούρνους στα ορεινά χωριά. Για να ψήσουν ψωμί ή φαγητό του φούρνου, έπρεπε να βρουν άλλο τρόπο και η λύση ήταν ένας φορητός και γρήγορος φούρνος.
Η γάστρα αποτελείτο από μια ημισφαιρική χονδρή λαμαρίνα, που στο πάνω μέρος είχε μια λαβή για να μπορούν να τη σηκώνουν με το «ξυθάλι» ή να τη μεταφέρουν με τα χέρια, όταν ήταν κρύα. Χαμηλότερα από τη λαβή είχε ένα μεταλλικό στεφάνι για να κρατάει τις ζεστές στάχτες και τ’ αναμμένα κάρβουνα. Στη «γωνιά», η οποία αποτελείτο από «σίμαλες» πλάκες για να κρατούν την θέρμανση.
Οι τεχνικές ψησίματος αλλά και οι συνταγές διαφέρουν από τόπο σε τόπο, αλλά η τεχνική χρήσης της ήταν κοινή. Άναβαν δυνατή φωτιά και όταν η φωτιά ‘έπεφτε’, την έβαζα στη χόβολη, επάνω στην πυροστιά με το ταψί, βάζοντας τη στάχτη επάνω στη γάστρα και περιμετρικά γύρω, γύρω από το στεφάνι. Χωρίς βιασύνη, οι ιδανικές συνθήκες για ομοιόμορφο ψήσιμο κυριολεκτικά στη φωτιά. Σε δύο ή τρεις ώρες το φαγητό ή το ψωμί ήταν έτοιμο.



































