Μέσα από τον φακό του Σπύρου Μελετζή

Με τους αντάρτες στα βουνά, ο Σπύρος Μελετζής θεωρείται ο κατ’ εξοχήν φωτογράφος της Εθνικής Αντίστασης 1940-1944, απαθανατίζοντας με δραματικό τρόπο το έπος, την Αντίσταση, τις καταστροφές, τα όνειρα και την ελπίδα του ελληνικού λαού σε μια σκοτεινή σελίδα της παγκόσμιας ιστορίας. Ένα από τα πιο συγκλονιστικά και φρικαλέα εγκλήματα κατά του αδούλωτου λαού της Ευρυτανίας και της Ελλάδας ολόκληρης διαπράχτηκε από τους Γερμανούς φασίστες καταχτητές σαν σήμερα, στις 7 του Νοέμβρη 1943, στο Καρπενήσι, και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, επαναλήφθηκε μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1944.

Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Ευρυτανία έχουν κατατροπώσει τους Ιταλούς που έχουν αποτραβηχτεί από την άνοιξη του ΄43 προς τη Λαμία, ενώ πολλοί έχουν παραδοθεί στον ΕΛΑΣ. Στις αρχές του Νοέμβρη οι Γερμανοί επιτίθενται με πολυπληθείς δυνάμεις στο Καρπενήσι με σκοπό να «εκκαθαρίσουν» κάθε ίχνος αντίστασης. Μετά από σκληρές μάχες με τον ΕΛΑΣ κατορθώνουν να διασπάσουν την άμυνα και να μπουν στην πόλη, στην οποία δεν συναντούν ψυχή, αφού οι κάτοικοι έχουν ενημερωθεί εγκαίρως από τους αντάρτες κι έχουν καταφύγει στα γύρω δασωμένα βουνά.

Παιδάκια μόνα κι έρημα μετά την καταστροφή του Μικρού Χωριού (φωτογραφία: Σπύρος Μελετζής)

Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία του Σπύρου Μελετζή, που αποτύπωσε με το φακό της μηχανής του το αποτέλεσμα της λυσσώδους μανίας των Γερμανών ναζί:

«Πρόβαλε μπροστά στα μάτια μου το καμένο Καρπενήσι όπως τ’ αντίκρυσα αμέσως μετά το κάψιμό του από τους Γερμανούς να κείτεται σωριασμένο στη γη, σκελετωμένο ερείπιο σαν άταφος νεκρός με τούς μαυρισμένους τοίχους των σπιτιών του απ’ την κάπνα τής φωτιάς. Τα ξυπόλυτα παιδάκια, τυλιγμένα στα κουρελιασμένα ρουχαλάκια τους πού κρατούσαν ένα ντενεκεδάκι ή ένα πιάτο στα χέρια τους κι’ είχαν μπει στη σειρά να πάρουν λίγο φαγί πού τούς είχε ετοιμάσει η Εθνική Αλληλεγγύη…».

Αη Γιώργης στο δρόμο του Καρπενησιού. Καμένα σπίτια (φωτογραφία: Σπύρος Μελετζής)

Αντικρίζοντας για δεύτερη φορά το Καρπενήσι στις στάχτες, ο Σπύρος Μελετζής θα πει: «Κι ενώ μ’ είχε πλημμυρίσει μια αβάσταχτη λύπη, ένοιωθα συγχρόνως κι ένα αίσθημα σαν περηφάνειας, χαράς και ικανοποίησης. Ένα αίσθημα γεμάτο δύναμη πού περπατώντας μονολογούσα κι έλεγα: Άντε Ελλάδα, άντε αγαπημένα μου χωριά, ως εδώ ήταν τα βάσανα και οι συμφορές σας. Τώρα που ξεσκλαβωθήκαμε θα σας χτίσουμε πιο μεγάλα και πιο όμορφα. Θα ριχτούμε όλοι μαζί σε μια καινούργια μάχη. Τη μάχη της ανοικοδόμησης. Μέσα σε πέντε χρόνια τίποτε δεν θα μείνει κατεστραμμένο και γκρεμισμένο. Όλα πέρα για πέρα πρέπει ν’ αλλάξουν θωριά…».