Για χιλιετηρίδες ο τόπος μας ήταν αγιοτόκος με αγίους τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους μας και ληστοτρόφος με αντάρτες, φυγόδικους και ληστές. Ζούσαμε «από θήρας και ληστείας» όπως μας λέει ο Αριστοτέλης. 

Μέχρι και τα μεταπολεμικά χρόνια, τέτοια εποχή τα βουνά μας είχαν την τιμητική τους. Οι κτηνοτρόφοι νομάδες, άφηναν την λασπουριά των κάμπων και έρχονταν στα βουνά να πιούν κρύο νερό και να δροσιστούν: αυτοί στα καλοκαιρινά τους γιατάκια και τα πρόβατά τους στα απέραντα βοσκοτόπια των σπανών των βουνών μας.

Σήμερα τούτη η κεφαλαιώδης παραγωγική δραστηριότητα αντικαταστάθηκε με τον τουρισμό και στα σπανά του Βελουχιού αγκυροβόλησε η ναυαρχίδα μας το Χιονοδρομικό Κέντρο. Όμως τα τελευταία χρόνια γινόμαστε μάρτυρες μιας δυσάρεστης αλλαγής στον τόπο μας. Βασικά δεν ρίχνει χιόνι, αλλά δε βρέχει και χρήματα στις τσέπες των ανθρώπων, με αποτέλεσμα τούτοι να μη νοιάζονται ούτε για σκι ούτε για ξεσκί.

Υπ΄ αυτές τις συνθήκες η ναυ-αρχίδα μας κινδυνεύει να βουλιάξει.

Η ζωή στην κορφή του Βελουχιού για χιλιετηρίδες κινούνταν με βάση το μεγαλοπρεπές πολιτισμικό φανέρωμα της κοπαδιάρικης κτηνοτροφίας.

Τα μπουλούκια της συνέθεταν την ποιμενική συμφωνία, ενορχηστρωμένη: με κάθε είδους κουδούνια, από βροντάρια μέχρι κυπρέλια, με κάθε κραυγή ζώου, από κελαηδίσματα αηδονιών μέχρι κρωγμούς κοράκων, με κάθε είδους ανθρώπινη φωνή, από κλάματα μωρών μέχρι αγκομαχητό γερόντων, με κάθε ήχο από το βουητό του δάσους μέχρι το φυλλορρόημα της δροσοσταλίδας.

Ήταν ο πίνακας ο ζωγραφισμένος με την όμορφη ποιμενίδα, να “ποιμαίνει τας ερίφους της επί σκηνώμασι ποιμένων” και τον ποιμένα με την γκλίτσα του να πρωταγωνιστεί στο σκάρο και στο σάλαγο, στο στάλο και στ’ άρμεγμα.

Έτσι και σήμερα, σαν συνέχεια του ένδοξου παρελθόντος, ο χώρος που ελλιμενίζεται η ναυαρχίδα μας μπορεί να μεταμορφωθεί σε μοντέρνο τσελιγκάτο. Τα μαντριά και οι στάνες της και κυρίως οι τσοπαναραίοι, μπορούν και πρέπει να αναμορφωθούν και να λειτουργήσουν πάλι, ως παραγωγικές μονάδες γαλακτοκομικών και τουριστικών προϊόντων.

Ο τύπος του παραδοσιακού τσοπάνου, ως “sheep boy”, είναι τέλειος για… μασκότ του νέου πολιτισμού των βουνοκορφών μας. Ήταν ερωτισμικός, πληθωρικός και χοντροφτιαγμένος, μ’ ένα αρχέγονο και πρωτόγονο δυναμισμό, ασκητικός –στην μοναχική του πορεία στα δύσβατα ρουμάνια– δύστροπος και θορυβώδης στο πέρασμά του. Ήταν ίδιος με το θεό του τον τραγόμορφο Πάνα

Ένα διαχρονικό πολιτισμικό πανόραμα με τυροκομείο και πωλητήριο, με μουσείο παραδοσιακής κτηνοτροφίας, γαλακτοκομίας, υφαντουργίας και κυνηγιού (άντε και Μουσείο Βουνού) και με δεδομένο το πανόραμα των γύρω βουνοκορφών μπορεί να λειτουργήσει χειμώνα, καλοκαίρι. Για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται φαντασία, όραμα, όρεξη για δουλειά και προπαντός μια σωστή και δημοκρατική κυβέρνηση. Νομίζω η κρίση που ζούμε πολλά από αυτά ίσως φέρει προσεχώς στο προσκήνιο.

Ίσως το μεγαλειώδες παραδοσιακό πολιτισμικό φανέρωμα, με τα μπουλούκια και τα τσοπανόπουλα, τα κουδούνια και τα τραγούδια του, που πήρε οριστικά τη θέση του και την πρώτη σκόνη στα ράφια των αποθηκών της ιστορίας, να ξαναεμφανιστεί με νέα μορφή και νέο περιεχόμενο.