Πολύ θα θέλαμε να πιστέψουμε ότι η επιλογή των επίσημων προσωπικοτήτων που θα βρεθούν στην Αθήνα για τους επετειακούς εορτασμούς της χώρας μας για τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, έγινε χάριν εθιμοτυπικής ευγένειας και καθωσπρεπισμού, άντε ακόμα και για λόγους αναδρομικής ευγνωμοσύνης. Αλλά ποιος στο άκουσμα της αρχικής τριάδας των ηγετών, των τριών μεγάλων Δυνάμεων που είχαν προσκαλεστεί, το διάδοχο του θρόνου της Μεγάλης Βρετανίας πρίγκιπα Κάρολο ως εκπρόσωπος της Βασίλισσας, τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν και στον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, δεν κάνει τον αυτόματο συνειρμό ότι γιορτή χωρίς ‘χορηγούς’ δεν γίνεται; Τελικά τα αρχικά ονόματα διαφοροποιήθηκαν λίγο, ο πρίγκιπας Κάρολος απ’ ΄τι φαίνεται θα βρίσκεται στους εορτασμούς και Μακρόν και Πούτιν, όπως δείχνουν τα πράγματα θα εκπροσωπηθούν από τον υπουργό Άμυνας της Γαλλία και τον πρωθυπουργός της Ρωσίας, αντίστοιχα. Αυτό που δεν άλλαξε όμως είναι η από κοινού παρουσία Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας και η σημειολογία αυτής.

Οι ρίζες αυτής της σύνδεσης της Ελληνικής Επανάστασης με τους ξενόφερτους φίλους μας, είναι πολύ βαθιές και πιθανά βρίσκονται στις απαρχές της Φιλικής Εταιρείας και σε στοιχεία που δεν έχει καταγράψει η ιστορία μας επίσημα, όπως η σχέση των Φιλικών και η χρηματοδότησή τους από διάφορες ευρωπαϊκές ‘οργανώσεις’, σφραγίστηκε με τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου και φυσικά συνεχίστηκε και με την εμπλοκή τους στη σύσταση του πρώτου Ελληνικού κράτους, με την επιρροή στις πρώτες πολιτικές παρατάξεις, την εμπλοκή με τους Κοτζαμπάσηδες, τα δάνεια που πήρε το νεοσύστατο κράτος, την επιλογή Κυβερνήτη και Βασιλιά για την Ελλάδα και δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πότε σταμάτησε. Το ύφος εξάλλου του ναυάρχου Εντουαρντ Κόδριγκτον στο μήνυμα του Ιμπραήμ με το οποίο του ζητούσε να αποχωρήσει από τη θάλασσα στα ανοιχτά της Πύλου, λίγο πριν τη μάχη του Ναυαρίνου και την καταστροφή του στόλου Οθωμανών και Αιγυπτίων υπό τον Ιμπραήμ που ακολούθησε, «Δεν ήρθα να πάρω διαταγές, αλλά να δώσω», είναι χαρακτηριστικό της αποφασιστικότητας των Δυνάμεων αυτών ότι έφτασαν στην Ελλάδα για να μείνουν. 

Ούτε επίσης φαίνεται ιδιαίτερα τυχαίο ότι τον περασμένο Οκτώβριο το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών με ανάρτηση στο Twitter και σχετικό βίντεο, θυμήθηκε τη μάχη του Ναυαρίνου, με το σχετικό μύνημα: «Πριν από 193 χρόνια οι ρωσικές δυνάμεις μαζί με τις δυνάμεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας νίκησαν τον τουρκο-αιγυπτιακό στόλο. Η νίκη των συμμαχικών δυνάμεων στο Ναυαρίνο άνοιξε το δρόμο για την ανεξαρτησία της Ελλάδας». Τι ξύπνησε άραγε ξαφνικά την ιστορική μνήμη των ηγετών αυτών; Η διάθεσή τους να γιορτάσουν κι αυτοί μαζί με μας τη δική μας εθνική επέτειο; Ή μήπως η σημερινή κατάσταση όπως καταγράφεται στις σχέσεις Ευρώπης- Μεγάλων Δυνάμεων- Τουρκίας; Ή μήπως θέλουν απλά να θυμίσουν σε όλους όχι την ισχυρή παρουσία τους, γιατί αυτή όλοι την γνωρίζουν, αλλά ότι αυτοί γράφουν την ιστορία, άσχετα με το τι πιστεύουν οι πιο αδύναμοι.  

Στις 7 Οκτωβρίου η κ. Αγγελοπούλου σε επίσκεψή της στην Πύλο δήλωσε για τις Μεγάλες Δυνάμεις που ‘εγγυήθηκαν την Ανεξαρτησία μας’ : «Στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου τα παιχνίδια της Ιστορίας μάς ευνόησαν. Οι Μεγάλες Δυνάμεις μάς βοήθησαν. Δεν πρέπει όμως να βασιζόμαστε στην τύχη. Πρέπει να πάρουμε την απόφαση ότι αφέντες της μοίρας μας είμαστε εμείς». Ποιος είναι όμως αφέντης όταν έχει ανάγκη από την ύπαρξη εγγυητών; Πως μπορούμε να αποκτήσουμε αυτονομία, χωρίς να έχουμε ακόμα ολοκληρώσει την δημιουργία μιας ολοκληρωμένης εθνικής ταυτότητας; Και ποια Ανεξαρτησία έχει ανάγκη από εγγυήσεις;