Όταν κάποιος δεν έχει δουλειά να κάνει, το ρίχνει στις ασωτίες και στην καλοπέραση. Αυτή την αρχή υπηρετούσαν το χειμώνα πιστά αυτοί που χρονικής πάλευαν στα χωράφια και στις στάνες. 

Γενικά η παλιά κοινότητα ήταν μια πολύ… ρατσιστική κοινωνία. Οι κάτοικοί της ήταν χωρισμένοι σε ευδιάκριτες κατηγορίες, με ιδιαίτερες κοινωνικές συνέπειες η κάθε μια. Υπήρχαν οι τεμπέληδες και οι εργατικοί, οι έξυπνοι και οι βλάκες και τόσοι άλλοι, δυστυχώς μόνο γκέηδες δεν υπήρχαν!

Ένα ιδιαίτερο είδος ήταν οι μεθύστακες, οι οινόφλυγες όπως θα τους έλεγε ο Άγιος των ελληνικών γραμμάτων ο Παπαδιαμάντης, ο οποίος κάθε βδομάδα μεταλάμβανε των αχράντων μυστηρίων με την μαυροδάφνη της Θείας Ευχαριστίας και κάθε μέρα έπνιγε τις αμαρτίες του εις τον κύλικα του «ξανθού ρητινίτη», όπως έλεγε ο ίδιος.

Παρά του ότι το κρασί των ορεινών ήταν κατηγορίας «φουσκοπούτση» (οίνος με βαθμούς επιπέδου μπύρας), «δρόλαπα» (παραδοσιακός οίνος τύπου μέλανος ζωμού) και «ξιδιά» (οίνος πεπαλαιωμένος και μεταστοιχειωμένος σε ελαφρόν οξικόν οξύ) οι Κρικελλιώτες –που τους ξέρω καλύτερα- το χειμώνα τον έβγαζαν πίνοντας στα καφενομάγαζα του χωριού.

Βέβαια οι ισχυρότερες κραιπάλες προκαλούνταν από το εισαγόμενο ούζο και κονιάκ, που από το μεσοπόλεμο είχε εισβάλλει στα χωριά μας. Βαρέλια γεμάτα με ποτά «Στεφόπουλου», νοθευμένα με μεθυλική αλκοόλη αγνώστου προέλευσης, ξεφορτώνονταν κάθε λίγο στην πλατεία. Ο Α. Καρκαβίτσας, ως γιατρός στην Άμπλιανη, είχε φρίξει από αυτή την κατάσταση και υμνολογούσε τον Φιξ, νομίζοντας ότι η ελαφριά μπύρα θα αντικαθιστούσε τα βαριά ποτά.

Οι ιστορίες με τους μεθυσμένους ήταν σε καθημερινή διασκεδαστική χρήση. Ο χώρος που διαδραματίζονταν ήταν ο καφενές και –κυρίως- ο δρόμος. Έλεγαν χαρακτηριστικά:

Eμάς μας ενδιαφέρ΄ το φάρδος του δρόμου κι όχι το μάκρος.

Έπρεπε δηλ. να είναι κατάλληλος για τα χαριτωμένα οχτάρια τους και να μη χτυπάνε το κεφάλι τους στους τοίχους. Στο χωριό μου το σύστημα δόμησης ήταν πανταχόθεν ελεύθερο, όμως από το δρόμο τα περισσότερα νοικοκυριά τα χώριζε υψηλός μαντρότοιχος. Το σύστημα εξωτερικά φαινόταν συνεχές. Οχυρωματικού τύπου θα το έλεγα. Έτσι οι πότες σε φάσεις οινοποτικής παραζάλης έλεγαν:

-Πάμε τοίχο–τοίχο.

Αν δεν υπήρχαν μαντρότοιχοι στις άκρες του δρόμου καραδοκούσαν τα βάτα. Πολλές φορές την άλλη μέρα οι οινόφλυγες εμφανίζονταν στην πλατεία καταγρατσουνισμένοι και δικαιολογούνταν κατηγορώντας κάποιες αθώες γάτες, που δήθεν τους επιτέθηκαν.

Από την κατηγορία των οινόφλυγων δεν έλειπαν και οι γυναίκες. Βέβαια τούτες ήταν σεμνές και δεν διαπομπεύονταν δημοσίως, όπως οι μεθύστακες.

Παλιά το κρασί λόγω χαμηλών βαθμών κινδύνευε να παγώσει. Ένας γείτονας είχε λάβει όλα τα αντιπαγωτικά μέτρα, αλλά μια κρύα νύχτα πάει να πιάσει κρασί και το βρίσκει παγωμένο και μονολογούσε:

-Το φελέκι μου, ντιπ νερό είναι αυτό το κρασί!

Ώσπου διαπίστωσε ότι η οινοχαρής σύζυγος έπινε κρυφά και απογέμιζε το βαρέλι με νερό.