Στα τέλη του περασμένου Ιουλίου πραγματοποιήθηκε στα Βραγγιανά Ευρυτανίας εκδήλωση για τον «Γέροντα των Αγράφων», τον π. Παναγιώτη Τσιώλη, στην ενορία του, τον Άγιο Γεώργιο Μεγάλων Βραγγιανών. Στην εκδήλωση, έλαβαν χώρα μια σειρά ομιλιών, ανάμεσά τους αυτή που ακολουθεί, του σημερινού εφημέριου και διαδόχου του, π. Κωνσταντίνο Κουτσιουπιά, μέσα από την οποία μαθαίνουμε με τον καλύτερο τρόπο για τη ζωή και το έργο του αείμνηστου π. Παναγιώτη Τσιώλη.

Ο πατήρ Παναγιώτης Τσιώλης γεννήθηκε στις 19-01-1934 στο Βαλάρι Μεγάλων Βραγγιανών των ηρωικών Αγράφων. Οι γονείς του, Σωτήριος και Σταυρούλα, το γένος Μαργώνη, ευσεβείς Χριστιανοί, τον ανέθρεψαν σε χρόνια ιδιαιτέρως δύσκολα, μαζί με τα άλλα έξι μεγαλύτερα αδέλφια του. Από μικρός ο Παναγιώτης αγάπησε πολύ τον Θεό. Έβοσκε τα ζώα που του εμπιστεύονταν οι γονείς του και συνέχεια έψελνε. Ευλαβικά διάβαζε το Ψαλτήρι καθώς και άλλα λειτουργικά  βιβλία της Εκκλησίας.

 Διψασμένος ρουφούσε ο,τιδήποτε του Θεού έπεφτε στα χέρια του, πράγμα που συνεχίστηκε αμείωτο και κατά την ενήλικη ζωή του· μελετούσε πολύ και με τις ώρες, κυριολεκτικά χανόταν στο διάβασμα λειτουργικών και πατερικών βιβλίων, φωτιζόμενος τω όντι από τον Θεό, μιας και ήταν εξαιρετικά ολιγογράμματος. Κάποια φορά, παιδί ακόμα, πήρε κεριά από το σπίτι του, για να τα ανάψει στον Ιερό Ναό της Παναγίας στο Βαλάρι. Καθώς πήγαινε προς την εκκλησία, αυτά άναψαν από μόνα τους στα χέρια του. Όσοι έμαθαν το γεγονός το θεώρησαν θείο σημείο, ωστόσο ο ίδιος απέφευγε πάντα να μιλάει γιʼ αυτό.

Στα ψηλα βουνά που το τόσο αγαπούσε

Δυνατός και ρωμαλέος από νέος, αν και πολύ λεπτός στο σώμα, ασχολήθηκε για πολλά χρόνια με οικοδομικές εργασίες, κάποτε ιδιαιτέρως δύσκολες και επικίνδυνες, όπως στο έργο κατασκευής του υδροηλεκτρικού φράγματος Καστρακίου Αχελώου, όπου σώθηκαν με θεία βοήθεια ο ίδιος και οι υπόλοιποι εργάτες, ύστερα από πολύωρο αποκλεισμό στο εσωτερικό υπόγειας σήραγγας. Κατά το έτος 1960 νυμφεύθηκε τη συντοπίτισσά του Σταυρούλα, το γένος Πάνου. Με την πιστή και εργατική σύζυγό του απέκτησαν  δέκα παιδιά, εννιά στη ζωή (τρία αγόρια και έξι κορίτσια) και ένα που κοιμήθηκε όντας μόλις λίγων ημερών (βαπτισμένο με το όνομα Ιωάννης). Όταν μιλούσε γιʼ αυτό του το παιδί ο Γέροντας, πάντοτε έκλαιγε. Από τα παιδιά του απέκτησε γαμπρούς, νύφες, εγγόνια, δισέγγονα.

 Με πολλή προσπάθεια απόκτησε το απολυτήριο Δημοτικού σε μεγάλη ηλικία και έτσι, όταν οι χωριανοί του τον πρότειναν ως υποψήφιο ιερέα στην οικεία Μητρόπολη, είχε στα χέρια του το συγκεκριμένο έγγραφο, καθώς αποτελούσε την εποχή εκείνη απαραίτητη προϋπόθεση χειροτονίας. Στις 25 Μαρτίου 1971 χειροτονήθηκε διάκονος και στις 4 Απριλίου του ίδιου έτους πρεσβύτερος από τον μακαριστό Μητροπολίτη Ναυπακτίας και Ευρυτανίας κυρό Δαμασκηνό. Ο μακαριστός Γέροντας Δοσίθεος της Ι. Μ. Τατάρνης είχε αναφέρει πολλές φορές ότι τότε πολύ λίγοι πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να γίνουν ιερείς, και ένας από αυτούς ήταν και ο π. Παναγιώτης.

Στον Αγ. Δημήτριο Τροβάτου με τον τίμιο Σταυρό

Τοποθετήθηκε στα Μεγάλα Βραγγιανά Ευρυτανίας, όπου υπηρέτησε πιστά μέχρι τα βαθιά του γεράματα και δεν έφυγε ποτέ από εκεί, παρόλο που του δόθηκε η ευκαιρία να μετατεθεί σε μεγάλη ενορία της Ι. Μητρόπολης Θηβών και Λεβαδείας, ακολουθώντας την οικογένειά του που είχε μετακινηθεί στην Αλίαρτο Βοιωτίας (1983). Διακόνησε την ενορία του με αξιοθαύμαστη αυταπάρνηση σε εποχές ιδιαιτέρως δύσκολες. Παραμελούσε ακόμα και την πολυμελή οικογένειά του, για να δίνει τα πάντα στον Θεό και τους ενορίτες του. Με τα πόδια κάλυπτε μεγάλες αποστάσεις κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες και σε πολύ δύσβατα μέρη, για να εξυπηρετεί, πέρα από τα Μ. Βραγγιανά, και τις ενορίες του Τροβάτου και του Τριδέντρου. Με πολλούς κόπους και πόνους κράτησε τις εκκλησίες ανοιχτές – και είναι πάρα πολλές και ιστορικές–  για 45 ολόκληρα χρόνια. Βοηθούμενος και από τις οικοδομικές του γνώσεις, τις επισκεύαζε, τις συντηρούσε, τις ανακαίνιζε. Έκανε μελέτες να μπουν σε προγράμματα, τις στέγαζε επανειλημμένα, αποκαθιστώντας διαρκώς τις σοβαρές και συνεχείς λόγω ακραίων καιρικών συνθηκών φθορές τους. Ναούς εγκαταλελειμμένους τους επαναλειτούργησε και έχτισε και νέους, καθώς και άλλα βοηθητικά οικήματα πέριξ αυτών. Αν και το έτος 2008 συνταξιοδοτήθηκε, εντούτοις παρέμεινε στην ενορία του και συνέχισε να εξυπηρετεί τις λειτουργικές της ανάγκες καθώς και των άλλων δύο χωριών για όσο χρόνο ακόμα του επέτρεψαν οι δυνάμεις του.

Στον Ιερό Ναό Αγ. Δημητρίου Τριδέντρου

Τα πολλά παιδιά της περιοχής τα μάζευε «ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς» και τα έκανε κατηχητικό, αλλά και διηύθυνε γιʼ αυτά επί σειρά ετών συσσίτια (που διοργάνωναν στην περιοχή, λόγω ακραίας ένδειας, φιλανθρωπικές οργανώσεις) με παροιμιώδη δικαιοσύνη και χρηστή διαχείριση. Επιπλέον, σε κάθε ευκαιρία έτρεχε στα σπίτια των συγχωριανών του, για να τους συνδράμει όπου χρειαζόταν.

Πιστός συνεχιστής των Αγίων Ευγενίου του Αιτωλού, Αναστασίου του Γορδίου και Κοσμά του Αιτωλού, επέβαλε στον εαυτό του πρόγραμμα καλογερικό. Σηκωνόταν καθημερινά και ανελλιπώς στις τρεις η ώρα τη νύχτα, διάβαζε Μεσονυκτικό, Όρθρο, μνημόνευε εκατοντάδες ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων, τα περισσότερα από στήθους και συχνότατα τελούσε με μεγάλη ευλάβεια και προσοχή τη Θεία Λειτουργία. Ως λειτουργός ο Γέροντας ήταν άριστος, ειρηνικός, καλλίφωνος, με βλέμμα διαπεραστικό. Ιδίως από τα σαρανταλείτουργά του, όσοι τα έζησαν, έχουν να θυμούνται πολλά. Στις ακολουθίες ο π. Παναγιώτης ήθελε να λέγονται τα πάντα, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Τα βιβλία, γιατί τα έχουν τα γράμματα, για να τα παραλείπουμε;». Στο τέλος κάθε Λειτουργίας πάντα θα εκφωνούσε ένα σύντομο, απλό μα ουσιαστικό κήρυγμα, ακόμα και όταν ήταν παρόντες ελάχιστοι πιστοί.

Ο χαριτωμένος και διακριτικός λόγος του, γεμάτος αγάπη και συνάμα καθαρός και δυνατός, στήριζε, θεράπευε και ταυτόχρονα αφύπνιζε, αποδοκιμάζοντας τα κακώς κείμενα, τις αμαρτίες, όχι τους αμαρτωλούς. Έλεγε πάντοτε: «Τι να ξέρουν οι καημένοι οι άνθρωποι! Ακατήχητοι είναι». «Δεν έχουμε εδώ μόνιμη πόλη, αλλά τη μέλλουσα επιζητούμε», έλεγε συχνά ο Γέροντας. Στην επίγεια ζωή του επέτρεψε ο Πανάγαθος Θεός να περάσει από μεγάλους πειρασμούς και πολύχρονες δοκιμασίες, που συχνά τον έφερναν στα όρια της ύπαρξής του. Ωστόσο, ο ίδιος, με πολλή υπομονή και σιωπή, απαρνούμενος τον εαυτό του, τον προσέφερε απλόχερα στους ανθρώπους που τον είχαν ανάγκη, με μια άμετρη, θυσιαστική αγάπη προς όλους. Γιʼ αυτό και χαριτώθηκε ιδιαιτέρως από τον Πανάγιο Θεό. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Έχουν μεγάλη ανάγκη, ήρθαν από μακριά, μέσα στη νύχτα, στα άγρια βουνά, να τους διώξω;». Και πραγματικά, περνώντας τα χρόνια, συνέρρεε  όλο και μεγαλύτερο πλήθος ανθρώπων, από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ο Γέροντας, φτάνοντας ακόμα και στο σημείο να μην προλαβαίνει όλη μέρα να φάει και να ξεκουραστεί (άλλωστε, έτρωγε και κοιμόταν ελάχιστα σε όλη του τη ζωή), διακονούσε, στερέωνε στην πίστη, ενίσχυε και ανέπαυε καθημερινά, αδιάκοπα και αδιαμαρτύρητα, με πραότητα και ταπείνωση, με λόγο, έργο και κάθε πρόσφορο τρόπο, όλους όσοι κατέφευγαν στον Ιερό Ναό της Παναγίας στο Βαλάρι, ζητώντας λύση στα πολλά και μεγάλα προβλήματά τους. Με τη Χάρη του Θεού βοήθησε αμέτρητους αναγκεμένους, φτωχούς, χήρες, ορφανά, πολύτεκνους, άνεργους, ανήμπορους ηλικιωμένους, εγκαταλελειμμένους, χρεωμένους, αδικημένους, άπιστους, επηρεασμένους από αιρετικούς ή από πονηρά πνεύματα, σωματικά και ψυχικά ασθενείς, πονεμένους, ναρκομανείς, πενθούντες καρκινοπαθείς, νέους και ζευγάρια να βρουν τον δρόμο τους. Πάρα πολλά ακόμα μπορεί να πει κανείς για τον Γέροντα!

Με τον προκάτοχό του π. Λάμπρο Θεοδώρου

Με το διάδοχο του π. Κωνσταντίνο Κουτσουπιά

Στον Ιερό Ναό ́ Αγ. Παρασκευής Μ. Βραγιαννών

Επιμέλεια: Πατήρ Κωνσταντίνος Κουτσουπιάς, Εφημέριος Ι.Ν. Αγ. Γεωργίου  Μ. Βραγγιανών