Όνομα: Αγαπούλα Φλώρου, το γένος Δεληγεωργοπούλου

               1930- 2019

Τόπος διαμονής: Καρπενήσι

Τόπος καταγωγής: Άγιος Νικόλαος Καρπενησίου

‘ΚΑΜΑΡΩΣΤΕ ΤΗΝ’, τα χλευαστικά δημοσιεύματα από εφημερίδες της εποχής για την σύλληψή της

Μια συγκλονιστική ιστορία για μια Ευρυτάνισσα, μια αγωνίστρια του τόπου, όχι επειδή έζησε σαν αντάρτισσα, αλλά γιατί κατάφερε να νικήσει το κακό και τον θάνατό και να συνεχίσει να ζει για τα καλά της ζωής, όπως αρμόζει σε κάθε γυναίκα. Δεν ήταν η μόνη, αλλά στο πρόσωπό της και μέσα από τις αφηγήσεις των παιδιών της, ο Ευρυτάνας αυτής της εβδομάδας, αφιερώνεται σε κάθε γυναίκα που ‘φυλακίστηκε’ στο σώμα και στην ψυχή.

Γεννήθηκε στις 24 Απριλίου 1930 στον Άγιο Νικόλαο (Λάσπη) Ευρυτανίας και ήταν το τέταρτο παιδί από τα έξι της οικογένειας του Κωνσταντίνου και της Λαμπρινής Φλώρου. Μεγάλωσε στον Άγιο Νικόλαο και έζησε τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο στα δέκα της χρόνια, με πολλές κακουχίες και πείνα από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς που έκαψαν το σπίτι της οικογένειας. Η οικογένεια της μετά το τέλος του πολέμου προσπάθησε να επιβιώσει ξανά χτίζοντας το και παλεύοντας σκληρά για τα προς το ζην σε αυτό τον δύσκολο καιρό και πάνω στην εφηβεία της, στα 17 της χρόνια ήρθε ο εμφύλιος. Στρατολογήθηκε από τους αντάρτες, οι οποία ακολουθούσαν αυτή την τακτική και βρέθηκε στο βουνό με τους αντάρτες σε άθλιες συνθήκες, γυρίζοντας όλη την Ευρυτανία σε άθλιες συνθήκες, ξυπόλητη, πεινασμένη, με ένα όπλο στο χέρι και φορτωμένη με προμήθειες. Πήρε μέρος σε δεκάδες μάχες κατά του Ελληνικού στρατού, με την μοναδική επιλογή ή πολεμάς ή πεθαίνεις. Στα τρυφερά της νιάτα υπήρξε πάντα φοβισμένη και κάθε μέρα έπαιζε τη ζωή της με αντίπαλο το θάνατο. Μετά από 8 μήνες κατάφερε να γυρίσει πίσω στους δικούς της, όμως δεν τελείωσαν εκεί τα βάσανα της γιατί οι αντάρτες συνεχώς στρατολογούσαν άτομα και για να μην επιλέξουν τη μικρή της αδερφή προτίμησε να πάει εκείνη ξανά στη θέση της. Έτσι βρέθηκε ξανά το αντάρτικο με όλες εκείνες τις αντίξοες συνθήκες που κατέληξαν στην τελικά στην αιχμαλωσία της μετά από δυο μήνες.

Σε μάχη σχεδόν σώμα με σώμα στους Κομποτάδες Λαμίας, αιχμαλωτίστηκε από τον τοπικό στρατό. Ήταν η μόνη επιζήσασα, τραυματισμένη στο χέρι της και γλύτωσε από βέβαιο θάνατο γιατί ενώ εκτελέστηκε μπροστά στα μάτια της ο μοναδικός αντάρτης που επέζησε από τη μάχη, εκείνη πρόλαβε να πετάξει το όπλο της. Στη συνέχεια την συνέλαβαν και οδηγήθηκε στα κρατητήρια στρατού Λαμίας για ανάκριση και εκτέλεση χωρίς δίκη, όπως ήταν καθιερωμένο να γίνεται.

Η φυλάκιση και ο πατέρας

Με τον σύζυγό της Σταύρο Αντωνίου

Σε μία από τις πολλές ανακρίσεις που της έκαναν έτυχε να αποκαλέσει κάποιον ανακριτή ‘συναγωνιστή’, μιας και ήταν η μοναδική λέξη που είχε μάθει να χρησιμοποιεί για προσφώνηση από την εφηβεία της. Εκείνος θυμωμένος και προσβεβλημένος της έδωσε ένα τόσο δυνατό χαστούκι που το σημάδι του δαχτυλιδιού του έμπαινε στο πρόσωπό της έντονα χαραγμένο και το ψυχικό τραύμα που της άφησε ήταν τόσο βαθύ που εξιστορούσε πάντα με πόνο αυτή την ιστορία στα παιδιά της. Στο κρατητήριο έμεινε περίπου 15 μέρες μέσα σε άθλιες συνθήκες πεινάς, ξυλοδαρμούς, περιμένοντας την εκτέλεσή της και χωρίς επικοινωνία με κανέναν. Χαρακτηρίστηκα είναι ότι τα δημοσιεύματα σε τοπικές εφημερίδες της Λαμίας μιλούσαν για την ‘Καπετάνισσα’ σε μια προσπάθεια να της φορτώσουν ένα κεντρικό ρόλο στο αντάρτικο και τα εγκλήματα που συνεπάγονταν αυτό. Κατά τη σύλληψη της ήταν ντυμένη με στρατιωτική στολή, χιτώνιο και παντελόνι και χωρίς παπούτσια. Μέσα στη φυλακή παρακαλούσε έναν στρατιώτη να της φέρει ρούχα και παπούτσια εκείνος το έκανε προς τιμή του. Έζησε τον χλευασμό, την διαπόμπευση και τον εξευτελισμό, παραμένοντας μέσα της πάντα ακλόνητη και δυνατή.   

Ο πατέρας της Κωνσταντίνος Φλώρος από την πρώτη στιγμή που έμαθα για τη σύλληψη της έφτασε στη Λαμία περπατώντας. Εκεί προσπαθούσε να την γλιτώσει από μία σίγουρη εκτέλεση δίνοντας όλες του τις οικονομίες σε διάφορους επιτήδειους λοχαγούς που τον κορόιδευαν πώς θα τη γλίτωναν από το απόσπασμα. Απελπισμένος και απογοητευμένος έβλεπε τις μέρες να περνούν χωρίς κανένα αποτέλεσμα και η μέρα της εκτέλεσης της πλησίαζε γρήγορο. Σαν τελευταία λύση για την σωτηρία της θυμήθηκε έναν συμμαθητή του από την εποχή που φοιτούσε στο Κατσάμπειο Ίδρυμα στον Προυσό, που εκείνη την εποχή ήταν πολιτικός στην Αθήνα με το όνομα Κατσιώτας.

Το δίλημμα του ήταν μεγάλο να πάει να τον βρει ή να μείνει για την εκτέλεση. Με βαριά καρδιά και έσχατη ελπίδα τελικά κατέβηκε στην πρωτεύουσα για να τον συναντήσει. Φτάνοντας εκεί ο παλιός του συμμαθητής του συμπαραστάθηκε και του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει και να γλιτώσει την κόρη του. Επιστρέφοντας στη Λαμία με λίγες ελπίδες να προλάβει ζωντανή την κόρη του και με όση δύναμη του απέμεινε για να την εμψυχώσει γιατί το επόμενο πρωί στις 6:00 όταν θα γίνονταν η εκτέλεση της. Η μοίρα του όμως του επιφύλαξε μία έκπληξη ένα ανομολόγητο θαύμα φτάνοντας κοντά στη φυλακή είδε την κόρη του να στέκεται έξω και να κλαίει. Με κομμένα πόδια και μη πιστεύοντας στα μάτια του την έκλεισε ζωντανή στην αγκαλιά του.

Τελικά ο λόγος του συμμαθητή του έγινε πράξη και μετέπειτα έμαθε πως ο συμμαθητής του ισχυρίστηκε πως η αγαπούλα ήταν βαφτιστήρα του. Στις 6:00 το πρωί η πόρτα χτύπησε και ο φύλακας φώναξε το όνομά της νομίζοντας ότι είχε έρθει η σειρά της για εκτέλεση. Με φόβο και χωρίς ανάσα αφέθηκε στη μοίρα της και οδήγησε τα βήματα της προς την έξοδο πιστεύοντας πως θα στηθεί και αυτή απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα που τόσες μέρες άκουγε πρωί-πρωί να σκοτώνει τους συναγωνιστές της, αλλά ο φύλακας την πέταξε προς την έξοδο βρίζοντας την και λέγοντας έχε χάρη που έχεις νονό τον Κατσιώτα.

Η ιστορία μετά…

Στιγμές με την πατρική της οικογένεια

Τα επόμενα χρόνια μετά την λήξη του εμφυλίου ζει στον Άγιο Νικόλαο με την οικογένειά της, δουλεύει στα χωράφια και βοηθάει με όλη της τη δύναμη για ένα καλύτερο αύριο. Στα 29 της χρόνια παντρεύεται τον Σταύρο Αντωνίου με καταγωγή τον Μάραθο Αγράφων και απέκτησαν τρία παιδιά την Λαμπρινή, τον Ταξιάρχη και τον Κώστα. Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους έζησαν στο χωριό και μετά μετακόμισαν στο Καρπενήσι λόγω της εργασίας του συζύγου της. Η ζωή της επιτέλους γέμισε ηρεμία και ασφάλεια και που και που αφηγούνταν στα παιδιά και στα εγγόνια της ιστορίες από τον πόλεμο. Στα 67 της χρόνια έχασε ξαφνικά το σύζυγό της και το κενό αυτό που ήταν δύσκολο για τη ζωή της να το ξεπεράσει, το γέμισαν τα 7 εγγόνια της και δυο της δισέγγονα, ώσπου η μοίρα της επεφύλασσε ένα άλλο χτύπημα. Διαγνώστηκε με καρκίνο πάλεψε με απανωτά χειρουργεία και θεραπείες ζώντας με αβάσταχτο πόνο. Με όλη της τη μαχητική δύναμη έσβησε στα 89 της χρόνια, συνεχίζοντας να παλεύει για τη ζωή της, με τα τελευταία της συγκινητικά λόγια : ‘‘Όσες μάχες και να έδωσα αυτή με νίκησε’’.

(Εις μνήμην… Τα παιδιά σου)

Η αποκαλούμενη καπετάνισσα…….. του βουνού