Γράφει η: Χαρά Βλαχάκη

Το στόλισμα και πόδεμα της νύφης

Το πρωί της Κυριακής άρχιζε το στόλισμα της νύφης, η κομμώτρια είχε βάλει από νωρίς τα μπικουτί και τώρα θα τα έβγαζε για ν’ αρχίσει το χτένισμα.

Η νύφη φορούσε το νυφικό και ένα ζευγάρι παντόφλες.

Ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται, σ’ ένα πιάτο είχαν βάλει μέσα νερό κι αλάτι και περνώντας με την σειρά πρώτα οι συγγενείς και μετά οι καλεσμένοι, ασημώνανε την νύφη σταυρώνοντάς την στο κεφάλι ευχόμενοι καλορίζικη και καλά στέφανα κι έριχναν το κέρμα μέσα στο πιάτο λέγοντας: ”Αν είπαμε και κάτι νερό κι αλάτι” (αν άλλαξαν στο παρελθόν καμιά κουβέντα τα ξεχνάνε). Τα κέρματα αυτά στο τέλος τα έπαιρνε η κομμώτρια..

Όση ώρα χτενιζόταν η νύφη τα τραγούδα έδιναν κι έπαιρναν….

‘‘Όλα τα δέντρα το πρωί δροσιά είναι φορτωμένα

και μένα τα ματάκια μου δάκρυα είναι γεμισμένα,

ξύπνα περδικομάτα μου κ’ ήρθα στην γειτονιά σου

χρυσά στολίδια σου ‘φερα να πλέξεις στα μαλλιά σου…

——–

Μάνα μου γλυκιά μου μάνα πότε μάλωσαμ’ αντάμα,

πότε μάλωσαμ’ αντάμα και με διώχνεις τόσο αλάργα…..

———

Μαύρα μάτια στο ποτήρι, γαλανά στο παραθύρι

—–

Σ’ αυτό το σπίτι πού ‘ρθαμε καλέ σήμερα

πολλοί είναι μαζεμένοι, σαν τι χαρά θα γένει…

—-

Ωραία πού ‘ναι η νύφη μας ωραία τα προικιά της,

ωραία κ’ η παρέα της που κάνει την χαρά της..

Ευχήσου με, μανούλα μου, τώρα στο κίνημά μου.

Με την ευχή μου, κόρη μου (γιόκα μου), Θεός να σε προκόψει.

Ευχήσου με, πατέρα μου, τώρα στο κίνημά μου.

Με την ευχή μου, κόρη μου (γιόκα μου), Θεός να σε προκόψει.’’

—-

Τα λόγια των τραγουδιών έκαναν την νύφη, τους συγγενείς και φίλους να δακρύζουν…Τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα. Ο ξεριζωμός του παιδιού από την οικογένειά του έβγαζε πόνο που επισκίαζε το χαρούμενο γεγονός. Δεν ξέρω γιατί, αλλά οι πιο πολλές νύφες τότε, μόνο χαμογελαστές δεν ήταν… Οι νύφες που έφευγαν από το χωριό τους και πήγαιναν μακριά, σπάνια θα ξαναερχόντουσαν στο σπιτικό τους… Το δάκρυ έτρεχε κορόμηλο από τα μάτια της νύφης και όχι μόνο…. Ευτυχώς που εκτός από λίγο κραγιόν δεν είχε τίποτα άλλο και μπορούσε άφοβα να σκουπίζει το πρόσωπό της. Μόλις τελείωνε η κομμώτρια με το χτένισμα και το στόλισμα του κεφαλιού έβαζαν στην ποδιά της νύφης ένα αγοράκι για να κάνει κι εκείνη αγόρια.

Το πόδεμα της νύφης

Σε λίγο έφτανε μια μικρή παρέα από το σόι του γαμπρού για να ποδέσουν την νύφη… Δηλαδή κάποιος από τα αδέλφια του γαμπρού κρατούσε ένα δίσκο με τα νυφικά παπούτσια με ρύζι και κουφέτα κι έπρεπε να της τα φορέσει. Της έβγαζε το ένα παντοφλάκι και προσπαθούσε να της φορέσει το παπούτσι. Η νύφη έκανε πως το παπούτσι της ήταν μεγάλο και για να είναι εντάξει στο πόδι, έπρεπε να βάλει στον πάτο χαρτονομίσματα, αφού γινόταν κι εκεί το παιχνίδι χωράει δεν χωράει τελικά τα βρίσκανε και η παρέα του γαμπρού έφευγε. Οι ανύπαντρες κοπέλες έπαιρναν τα παπούτσια της νύφης και γράφανε τα ονόματά τους στις σόλες… Μετά τα στέφανα τα κοίταζαν και σ’ όποιας κοπέλας έσβηνε το όνομα, αυτή θα παντρευόταν μέσα στους επόμενους μήνες. Επίσης τα κουφέτα που είχε ο δίσκος με τα παπούτσια, τα έπαιρναν κι αφού τα τύλιγαν μ’ ένα μαντήλι τα έβαζε η νύφη στον κόρφο της. Τελειώνοντας το μυστήριο του γάμου, τα έδινε σε μια ανύπαντρη κοπέλα που τα μοίραζε και στα υπόλοιπα κορίτσια. Αυτά τα κουφέτα, τα βάζανε κάτω από το μαξιλάρι τους για να δουν στον ύπνο τους ποιον θα παντρευτούν.

Ο πατέρας κι ο αδελφός ή ένας πρωτομπάρμπας της νύφης αν δεν είχε μεγάλο ή καθόλου αδελφό, την έπαιρναν αγκαζέ και με τα πόδια ξεκινούσαν με τους καλεσμένους και τα όργανα για την εκκλησία. Όλοι φώναζαν της νύφης να κοιτάξει πίσω στο πατρικό της για να μοιάσουν τα παιδιά της στο σόι της. Περπατώντας, τραγουδώντας και κλαίγοντας την συνόδευαν μέχρι τα σκαλιά της εκκλησίας να την παραδώσουν στον γαμπρό… Αυτός έσκυβε πρώτα και φιλούσε το χέρι του πεθερού του και μετά έδινε την ανθοδέσμη στην νύφη και την φιλούσε..

Το ξύρισμα του γαμπρού, τα στέφανα και το προσκύνημα της νύφης

Και από την μεριά του γαμπρού γινόταν το γνωστό ξύρισμα του γαμπρού με την ίδια διαδικασία,  το σταύρωμα και το πιάτο με το αλατόνερο. Αφού ξυριζόταν και ντυνόταν κι ο γαμπρός, με  την συνοδεία τραγουδιών ξεκινούσαν για την εκκλησία. Τα στέφανα τότε δεν γινόταν απαραίτητα στην εκκλησία, αλλά και στο σπίτι της νύφης. Η διαδικασία ήταν περίπου ίδια με την σημερινή, η νύφη πατούσε το πόδι του άντρα την ώρα που έλεγε ο παπάς, ” η δε γυνή να φοβείται τον άντρα”, αν και δεν νομίζω να το τολμούσαν πολλές αυτό. Την ώρα του ”Ησαΐα χόρευε”, το πέταγμα του ρυζιού πήγαινε σύννεφο!

Μόλις τελείωνε το μυστήριο, οι καλεσμένοι περνούσαν για τις ευχές και έφτανε η ώρα να πάρουν την νύφη και να φύγουν για το σπίτι του γαμπρού. Αμέτρητα τα άλογα με τις φανταχτερές μαντανίες και τα μαντήλια περίμεναν να μεταφέρουν το ζευγάρι και τους συμπεθέρους, πάντα υπήρχε και ένα άσπρο άλογο ή φοράδα (όχι μουλάρι γιατί είναι στείρο) με άσπρη πλεκτή κουβέρτα ή σεντόνι για την νύφη. Η νύφη κρατούσε μια τσάντα με κουφέτα και πετούσε σε όποιο σπίτι ήταν κοντά στο δρόμο που περνούσε και από όποιο χωριό μόλις της έριχναν ρύζι και της έλεγαν καλορίζικα.

Σε όλη την διαδρομή μέχρι το σπίτι του γαμπρού τα τραγούδια με το στόμα δεν σταματούσαν…

‘‘Γαμπρέ μας το κορίτσι μας να μη μας το πικράνεις,

όσα πλουμίδια νύφη μου έχει το φόρεμά σου

τόσα να ‘ναι τα χρόνια σου, τόσα και τα καλά σου.

Νυφούλα μου στη στράτα σου τριαντάφυλλα θα στρώσω

επάνω τους να περπατάς, για να σε καμαρώσω…’’

Η πεθερά σπάνια πήγαινε στα στέφανα… Έμενε στο σπίτι  μαζί με μερικούς συγγενείς και χωριανούς για να περιμένουν  την νύφη. Με το που έσκαγε μύτη το συμπεθεριό άρχιζαν να τραγουδούν:

 ‘‘Έβγα πεθερά στην σκάλα, με το μέλι, με το γάλα.

Ρίξε, πεθερά, το ρύζι, για να σου ριζώσ’ η νύφη.

Ρίξε, νύφη, την κουλούρα, την ψιλοκοσκινισμένη.

Έβγα μανούλα του γαμπρού και πεθερά της νύφης

να δεις το γάμο που ‘ρχεται τη νύφη προσκυνώντας,

έβγα να δεις αυγερινό μαζί με το φεγγάρι.

Έβγα μάνα να με δεις, πέρδικα που σου ‘φερα.

Πέρδικα και περιστέρα, του παπά τη θυγατέρα….’’

Μόλις έφτανε η νύφη στο σπίτι έπρεπε να ρίξει ένα μήλο στον ανύπαντρο αδελφό ή αδελφή του γαμπρού. Το μήλο ήταν γεμάτο με κέρματα και γαρύφαλλα…

Η νύφη έκανε πως το πετούσε αλλά δεν το πετούσε, κορόιδευε για αρκετή ώρα και οι συμπέθεροι της τραγουδούσαν:

‘‘Πέζα μήλο, πέζα ρόιδο, πέζα κόκκινο σταφύλι.

Δε πεζεύω, καμαρώνω, τα παπούτσια μου λερώνω.

Πέζα μήλο , πέζα ρόιδο, πέζα δροσερό σταφύλι .

Δεν πεζεύω καμαρώνω, ώσπου να ‘ρθει ο πεθερός μου,

θέλω κέρασμα βαρύ απ’ τον πρώτο συγγενή.’’

Με τα πολλά η νύφη έριχνε το μήλο, μετά έριχνε μερικά σταυρωτά πάνω από το σπίτι και λίγα στο συμπεθεριό που σκοτώνονταν ποιος θα τα πιάσει. Για να ξεπεζέψει όμως από το άλογο έπρεπε ο πεθερός ή η πεθερά να της τάξουν κάτι, αλλιώς η νύφη δεν κατέβαινε να προσκυνήσει το σπιτικό τους… Ο πεθερός μπροστά σε όλους τους καλεσμένους έταζε κάτι στην νύφη… ένα μικρό χωραφάκι, ένα ζώο, ένα δωμάτιο σπίτι, ότι είχε ευχαρίστηση. Αυτό δεν μπορούσε να το πάρει πίσω γιατί όσοι το άκουγαν ήταν μάρτυρες, ήταν κάτι σαν συμβόλαιο. Μόλις κατέβαινε η νύφη από το άλογο, έπρεπε να προσκυνήσει στην πόρτα τρεις φορές και μετά να περάσει το κατώφλι… Η πεθερά έβαζε ένα σίδερο να πατήσει πάνω για να είναι σιδερένια αυτή κι ο γάμος της.