«Οι -αρχαίοι- Ευρυτάνες έζων από θήρας και ληστείας» μάς λέει από τα βάθη του χρόνου ο μεγάλος Αριστοτέλης. Οι νεότεροι Ευρυτάνες μπορεί να σταμάτησαν -κατά τεκμήριον- τη ληστεία, όμως συνέχισαν να κυνηγούν, χωρίς βέβαια να ζουν απ΄ αυτό, απλά ήταν και τούτο μια σημαντική δραστηριότητα της συλλεκτικής παραγωγής, την οποίαν ασκούσαν έξυπνα και συστηματικά.

Όχι μόνο το ένστικτο επιβίωσης, αλλά και τα κληρονομημένα χαρακτηριστικά του προγόνου τους ληστή και κυνηγού και η ανάγκη να φάνε κρέας, έκαναν τους Ευρυτάνες μανιώδεις και επιδέξιους κυνηγούς.

To κυνήγι τον παλιό καλό καιρό δεν το ρύθμιζε η γραφειοκρατία του Δημοσίου, αλλά οι ανάγκες των ανθρώπων και κυρίως η ροή των αγροτικών εργασιών. Όταν έπιανε ο κώλος τους φωτιά από τις δουλειές, κανένας δεν έπαιρνε το τουφέκι, και να χαζολογάει στα λόγγια και στα βοσκοτόπια για να κυνηγάει αγρίμια.

Πλαίσιο κειμένου:      Επιστροφή αρχαίου κυνηγούΟ Γενάρης ήταν ο πιο χασομέρης μήνας, γι΄ αυτό και πολύ αγαπητός από τους πάντες. Οι ενεργοί και δραστήριοι άνδρες ετοίμαζαν τα σκυλιά τους και τα λοιπά κυνηγετικά σύνεργα και εξορμούσαν εναντίον της πλούσιας βιοκοινότητας του χωριού τους, ενώ οι τεμπέληδες ή μπεκρούλιαζαν στα καφενεία ή σταχτοκυλιούνταν στο μπουχαρί.

Τα άγρια ζώα, από τις αρχές της άνοιξης, τρώγανε με την ησυχία τους και παχαίνανε, λιάζονταν και απολάμβαναν το σεξ όπως τους άρεσε κι έκαναν απογόνους. Ε! τι άλλο ήθελαν, μακάρι και οι άνθρωποι να ήταν τόσο τυχεροί!

Όμως από τα μέσα του φθινοπώρου και μετά, στους βιοτόπους τους βρώμαγε μπαρούτι. Το κυνήγι ζούσε στιγμές δόξης, που κορυφώνονταν το Γενάρη.

Γενικά όλοι οι άνθρωποι -άντρες, γυναίκες και παιδιά- κυνηγούσαν σώμα με σώμα, με πέτρες και με ξύλα, κάθε ζωντανό, τρωγόμενο ή επιβλαβές. Όλοι οι άντρες -μικροί και μεγάλοι- με το λάστιχο, με τ΄ αγκίστρια και τις παγίδες σκότωναν ή συλλάμβαναν πουλιά, επιβλαβή και άλλα. Οι περισσότεροι άντρες, κατά μόνας ή καθ΄ ομάδες, με το τουφέκι και τα σκυλιά, κυνηγούσαν και σκότωναν λαγούς, ζαρκάδια, πουλιά κ.ά. Οι διαλεχτοί άντρες, εξοπλισμένοι με δραμιάρες και βόλια στα φυσέκια τους, ομάδες-ομάδες έβγαιναν παγάνες και κυνηγούσαν αγριογούρουνα, λύκους και καμιά φορά αρκούδες.

Tα θηράματα ήταν πολλά και καλοθρεμμένα. Ο άνθρωπος όταν καλλιεργούσε τη γη (με τον παραδοσιακό τρόπο), όχι μόνο δεν εξόντωνε τα άγρια ζώα (με τα φάρμακα κ.λπ.) αλλά από τα προϊόντα του έτρωγαν κι αυτά μαζί του. Kατά συνέπεια, δικαιωματικά και σε συμφωνία με τους φυσικούς νόμους, κυνηγούσε και σκότωνε.

Σήμερα για να συνεχίσει να κυνηγά, χρειάζεται να καθιερωθούν ειδικές κυνηγετικές περιοχές με επλουτισμό και μέριμνα για τα θηράματα και να μην εξαπολύονται κάθε φθινόπωρο οι κυνηγετικές «συμμορίες» και να πυροβολούν κάθε έμβιο ον.

Το ελεγχόμενο κυνήγι στην κακοτράχαλη και κατάφυτη γη της Ευρυτανίας, είναι το πιο ισχυρό κίνητρο για να πεζοπορήσει ο άνθρωπος και να γνωρίσει τη φύση σ΄ όλο της το μεγαλείο, αλλιώς θα είναι ένας ονειροπαρμένος φυσιολάτρης και φευγάτος οικολόγος, που φοβάται και τα μυρμήγκια. Ο κυνηγός είναι σαρκοφάγος εραστής της φύσης, αλλά μήπως κι ο κάθε δυνατός έρωτας στο βάθος του δεν είναι κι αυτός λίγο σαρκοβόρος;