Ως τελειόφοιτος νηπιαγωγείου –αν φοιτούσα!- διαβαίνοντας με τη μάνα μου ένα λιβάδι, ακούω σκουξίματα και φασαρία. Πλησιάζω και βλέπω δυο χελώνες, η μια να κυνηγάει την άλλη. “Γιατί κυνηγιούνται;” ρωτάω τη μάνα μου. “Xελωνεύονται” μου απαντάει. “Τι πάει να πει αυτό;” ξαναρωτώ. “Πολλά ρωτάς” μου απαντά. Και κράτησα τη σιωπή της μέσα μου μια δεκαετία.

Χνουδωμούστακος μείραξ, που άρχισα να συμπάσχω με τον ερωτύλο χελωνοκυνηγό, λεξικογράφησα το “χελωνεύω” δίπλα στο μαρκαλάω, πηδάω, σέρνω και στις άλλες λέξεις της ζωικής σεξουαλικής ορολογίας, διεκδικώντας ταυτόχρονα και την πατρότητα του όρου.

Μετά σαράντα χρόνια είχα την τύχη να δω σ΄ επανάληψη το ίδιο φαινόμενο. Οι εμπειρίες μου υπήρξαν αποκαλυπτικές, ώστε να πιστοποιήσω με ακρίβεια και να καθιερώσω οριστικά μέσα μου το ρήμα χελωνεύω.

Και πάλι ένας μικρός χελώνος έδινε τη μεγάλη μάχη του ζευγαρώματος. Για ώρα τσουγκράγαν τα καβούκια τους. Αλήθεια να αισθάνονταν το σαρκικό ρίγος της επαφής ή απλά βροντοκοπάναγαν; Το πιθανότερο ήταν να μην αισθάνονταν τίποτα σαρκικά ερωτικό. Όμως τούτο μήπως αντισταθμιζόταν με ψυχικές συγκινήσεις και συναισθηματικές τρικυμίες; Δεν είμαστε σίγουροι γιατί καμιά χελώνα δε μίλησε μέχρι σήμερα.

Μίλησαν όμως οι ανά τους αιώνες ξωμάχοι και τσοπαναραίοι, αγρότες και αγραυλούντες, που στην παιδοποιητική τους μυσταγωγία ζευγάρωναν κι αυτοί λίγο χειρότερα από τις χελώνες. Αισθησιακά δεν έσμιγαν οι σάρκες, αλλά η κάπα με τη συγγούνα και το μαλλινοφούστανο με τη μπουραζάνα κι επί πλέον κουβάλαγαν μόνιμα το καβούκι των προκαταλήψεων και των απαγορεύσεων, της άγνοιας και του φόβου και παραπέρα δεν είχαν ούτε το χελωνολείβαδο ώστε, μετ΄ εμποδίων μεν αλλά απερίσπαστα δε, να επιδοθούν στο ηδονικό τους κυνηγητό.

Παρεμφερές πρόβλημα είχα για την οδύνη της αχαμναίας περιοχής του σκαντζόχοιρου, όταν ως επιβήτωρ έδρεπε τις χάρες και τις ηδονές του ζευγαρώματος, ώσπου έμαθα ότι ο βαρβάτος σκαντζόχοιρος είναι πολύ προικισμένος και δεν χρειάζονται μεγάλες προσεγγίσεις για το μυστήριο και η καλή σκαντζοχοιρίνα, τη στιγμή της διείσδυσης, γυρίζει ανάσκελα. Πάντως μεταξύ χελώνας και σκαντζόχοιρου ψηφίζω χελώνα.

Αυτά κληρονομήσαμε και μεις οι επίγονοι, που τα συμπλήρωναν οι καινούργιες επιδημίες και οι νέες ερωτικές λοιμικές, που έφερε η αστική-βιομηχανική κοινωνία. Μάλιστα σήμερα θα έλεγα πολλές φορές η περιρρέουσα και η ρέουσα ατμόσφαιρα σ΄ ένα ερωτικό σμίξιμο είναι δυσκολότερο από αυτό της χελώνας και οδυνηρότερο από αυτό του σκαντζόχοιρου. Με την σεξιστική κουλτούρα της showdiz και lifestyle των Vip’s και την κατακλυσμιαία πορνογραφία και διαστροφή, νομίζω πέθανε ο Έρωτας. Μπορεί να ήταν δύσκολοι οι Έρωτες της υπαίθρου ήταν όμως Έρωτες. Παρά ταύτα, πολλοί αμετανόητοι και αιθεροβάμονες περιμένουν προκοπή και χαΐρι σε τούτο τον κυκεώνα –και αρμαγεδώνα- του σύγχρονου ερωτικού λειμώνα και λυμεώνα του κάθε τυχάρπαστου.