Ο καπιταλισμός, μετά τη νίλα που έπαθε με το αποτέλεσμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, σκέφτηκε ότι έπρεπε να σφάξει με το βαμβάκι τον επελαύνοντα σοβιετικό επεκτατισμό. Έτσι οι βιομήχανοι σκέφτηκαν αντί να βάζουν τους προλετάριους να σφάζονται καλύτερα είναι να τους βάζουν να δουλεύουν. Ήξεραν πως αν τους δώσουν δουλειά και καταναλωτικά αγαθά είναι τόσο βόδια (στη δουλειά) κι τόσο λιγούρηδες (στην κατανάλωση) που δεν πρόκειται να τους ανατρέψουν.

Έτσι σχεδίασαν φτηνά λαϊκά αυτοκίνητα, ώστε να μπορούν να πηγαίνουν στη δουλειά με το ΙΧ τους. Πρώτοι οι Γερμανοί, ανέθεσαν το 1938 στον Πόρσε και σχεδίασε το θρυλικό σκαραβαίο, που κατασκευαζόταν μέχρι το 2003. Ακολούθησαν οι Γάλλοι, οι οποίοι από το 1948 ως το 1990 κατασκεύαζαν το ένδοξο Ντεσεβώ. Τη σκυτάλη πήραν οι Ιταλοί με το 500ράκι, από το 1957 ως το 1975 και ακολούθησαν οι Άγγλοι με το Μίνι Κούπερ, από το 1954 ως το 2000.

Η 22α Ιουνίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα Σκαραβαίου.

Η γνωριμία μου μ΄ αυτόν είναι πολύ παλιά. Ήμουν στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού όταν σε μια κλειστή στροφή του δασικού δρόμου, που περνάει από τη λογγά μας, είδα τον πρώτο σκαραβαίο αναποδογυρισμένο με την κούτρα του προς τα κάτω και τις ρόδες του τον ανήφορο. Έπεσε από την πάνω στροφή και σταμάτησε στο χείλος του καταστρώματος της παρακάτω στροφής. Από κει και κάτω ήταν το χάος. Στο ποτάμι θα σταμάταγε. Εγώ αφού τον περιεργάστηκα, ως υποσαχάριος κάφρος, μπήκα μέσα, όπου εκεί μου γυάλισε ένα καθρεφτάκι, σαν αυτό που πάντα κουβάλαγε μαζί της η μποεμία της εποχής για να στρώνει την καπέτα της, και το πήρα.

Στην συνέχεια πάντα πρόσεχα και μ΄ εντυπωσίαζε αυτό το ωοειδές αμαξάκι ώσπου, μπαίνοντας στην τέταρτη δεκαετία της ζωής μου, αγόρασα ένα και ανδρώθηκα οριστικά παρέα μαζί του.

Μοντέλο του 1952 εγώ, του 1972 αυτός, κατά τα άλλα εικόνα μου και ομοίωση στην αισθητική (για την αλήθεια ήταν ωραιότερος από μένα) στις αντοχές και στις επιδόσεις. Τσαλακωμένος πανταχόθεν –αυτός και γω- στρατοκόπος παντός δρόμου –αυτός και γω- και με επιδόσεις υπέρτερες των κυβικών μας. Επικοινωνιακός κι αυτός –όχι λιγότερο από μένα- με την “ανθρωπόμορφη” πρόσοψή του και το χαμηλόσυχνο ήχο του.

Επί τρία χρόνια πρωί και βράδυ, χειμώνα-καλοκαίρι, με λιακάδες και βροχές, με πάγους και χιόνια, παρέα με το σκαραβαίο μου, διαβαίναμε τις άγριες Ράχες του Τυμφρηστού και της Οξιάς. Παλληκάρι στα χιόνια και στους πάγους αυτός, παράτολμος και ψυχωμένος εγώ. Δίπλα στα κλασσικά του προσωνύμια: σκαραβαίος, κατσαριδάκι, σκαθάρι και χελώνα, εγώ του πρόσθεσα κι άλλο ένα, “Ατρόμητο” τον βάφτισα κι ατρόμητοι ήμασταν κι οι δυο.

Ο σκαραβαίος δεν είχε μηχανή ισχύος πολλών ίππων, ήταν όμως αργόστροφος με μεγάλη ροπή αδράνειας, αυτά που χρειάζονταν για τα χιόνια και τις λάσπες. Δεν ήταν γρήγορο αυτοκίνητο, αλλά εγώ μ΄ αυτόν στο ταξίδι αύξησα την ταχύτητα μου κατά είκοσι φορές, ιλιγγιώδες νούμερο για έναν περπατάρη που γίνεται εποχούμενος.

Αυτός ήταν ο σκαραβαίος μου, αυτός ήμουν και γω. Εδώ και είκοσι χρόνια αυτός ανακυκλώθηκε εις τα εξ ων συνετέθη κι εγώ ακόμα περιμένω