Ο εν κυριολεξία κόπανος ήταν εργαλείο του λαϊκού προβιομηχανικού νοικοκυριού, και ήταν δύο μεγεθών. Ο μικρός που δουλευόταν με το ένα χέρι κι ο μεγάλος που δουλευόταν με τα δύο. Με αυτούς κοπάναγαν τα χοντρά ρούχα, όταν τα έπλεναν στο ποτάμι ή στο πλυσταριό του χωριού ή στην πλύστρα στην αυλή του σπιτιού, η οποία ήταν μια χοντρή και πλατιά αλωνόπλακα. Ο κόπανος ως εργαλείο του νοικοκυριού ήταν και αυτός, όπως τα περισσότερα εργαλεία, ένα πολυεργαλείο. Τον χρησιμοποιούσαν για παράδειγμα στο ξεσπύρισμα κάποιων δημητριακών. που δεν τα πήγαιναν στ΄ αλώνι, ή ως εν λόγω ή έργω μέσον συνετισμού κ. ά.

Φωτογραφία του Αλέξανδρος Χουλιαράς.Ενώ ο κόπανος ως εργαλείο είναι δύο ειδών, σε αντίθεση βρίθει ως κοινωνική φυσιογνωμία. Κόπανος είναι ο άξεστος άνθρωπος μειωμένης ευφυΐας. Άγνωστο γιατί συνδέθηκε και διασύρθηκε ο χρησιμότατος πραγματικός κόπανος με τους άχρηστους και ανάγωγους βλάκες της κοινωνικής ζωής.

Υπάρχει βέβαια και το χειρότερο, ο… υποκόπανος (όπως λέμε υπομηχανικός, που είμαι εγώ, υποδεκανέας, υπόνομος κ.λπ.) ο οποίος στην κυριολεξία είναι το κοντάκι του όπλου.

Υπήρχε όμως και ο δυστυχισμένος κόπανος. Έτσι έλεγαν τα φασκιωμένα μωρά, τα οποία μόλις σταματούσαν το πρώτο κλάμα της ελευθερίας τους, αμέσως τα σκλάβωναν με τις φασκιές. Αυτές ήταν μακριές και πλατιές λουρίδες υφάσματος, με τις οποίες περιτύλιγαν το μωρό, σαν… κοκορέτσι και το έφτιαχναν κόπανο, όπως έλεγαν. Ήταν η πρώτη ένδυση και η πρώτη φυλακή του ανθρώπου.

Διάσημος είναι του Μπογιατζή ο κόπανος, που ζευγαρώνει με το “μυαλό σου και μια λίρα”. Είναι φράση που προέρχεται από τον Κιουλάκ Βογιατζή, έναν ηλίθιο φοροεισπράκτορα επί Τουρκοκρατίας, ο οποίος γύρναγε στα σπίτια για να εισπράξει το φόρο σε λίρες, κρατώντας έναν μεγάλο κόπανο για τους δυστροπούντες, Όμως οι κάτοικοι έπαιρναν χαλκούνες διάφορες τις γυάλιζαν κι αυτός τις δεχόταν για λίρες κι έτσι έμεινε η φράση: “το μυαλό σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος”.

Ο κόπανος ιστορικά, χρησιμοποιούταν ως εργαλείο συνετισμού των σκλάβων

Λένε ότι μια κακή πεθερά βασάνιζε τη νύφη της και την έβαζε να δουλεύει και μετά τα μεσάνυχτα. Ώσπου μια νύχτα μπουκάρουν στον σπίτι τα δυο αδέρφια της μεταμφιεσμένα. Ο ένας κρατούσε έναν κόπανο και βάραγε την πεθερά (όπως τις έπρεπε) κι ο άλλος ένα φουσκωμένο δερμάτι και βάραγε τη νύφη λέγοντας: “παραωρίτες είμαστε, παράωρα μην κάθεστε κι από νωρίς στη τσέργα”. Το πρωί που ξύπνησαν λέει η νύφη στη πεθερά: “Βρε μάννα τι ήταν κι αυτό το χτεσινό, κατ΄ και συ με τον κόπανο αλλά και γω με το δερμάτ΄!” κι έμεινε σαν παροιμία.

Τέλος ο κόπανος δάνεισε το όνομά του και σε μια σειρά άλλα πράγματα. Για παράδειγμα κοπανιστή έλεγαν το κλωτσοτύρι, ένα ευτελές γαλακτοκομικό υποπροϊόν του κοπανίσματος στον ταβλαμπά. Κοπανάκι παλιά έλεγαν ένα εργαλείο που έπλεκαν δαντέλες και σήμερα είναι ένας τρόπος μαγειρικής του κοτόπουλου. Κοπάνα παλιά έλεγαν το ξύλινο πηλοφόρι των χτιστών και σήμερα είναι το πιο αγαπημένο χόμπι των μαθητών και των… δημοσίων υπαλλήλων.

Νομίζω από τους κόπανους της κοινωνίας και από τις κοπάνες των δημοσίων υπαλλήλων δε θα απαλλαγούμε ποτέ!

Εν κατακλείδι ήθελα να υποβάλλω μια επαναστατική πρόταση.

Έπειτα από ενδελεχή μελέτη του θέματος, θεωρώ ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένα νέο κόμμα, το ΚΟΜΜΑ ΚΟΠΑΝΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ, το Κ(ο)Κ(ο)Ε. Ένα κόμμα ταξικά πολυσυλλεκτικό (όπως όλα τ΄ αλλά), ενιαίο όμως στη διαφυλετική του προσέγγιση (όπως κανένα άλλο).