Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Ο Βοριάς ερχόταν και όταν τρύπωνε στις διάτρητες καλύβες μας και διεμβόλιζε το τραγότσιολο της αχυροκλινοστρωμνής μας, σκόρπαγε μέσα μας αρχέγονες χαροτρομάρες. Όλα τα έμβια όντα τρομοκρατημένα λούφαζαν σε βαθιά κατώγια, απάνεμες λότζες κι απόκρυφες λούφες. Ως κι οι λύκοι θέρμαιναν τις ανεύρετες μονιές τους. 

Ο Βοριάς έρχεται.

Μέσα Δεκέμβρη σήμερα κι αυτήν την ώρα ο Βοριάς λυσσομανά και βρυχάται στις απόκρημνες ακροκορφές του Βελουχιού και ετοιμάζεται ναρθεί να δοκιμάσει τη θερμομονωτική θωράκιση των σπιτιών μας, να τιμωρήσει τα γουρουνάκια, που έφτιαξαν το σπίτι τους με άχυρα και να δαμάσει τον υπερφίαλο άνθρωπο, που νόμισε ότι ξεμπέρδεψε μαζί του. Τα στρουθιά τ΄ ουρανού και τα πετούμενα πότε σμίγουν ομαδόν ν΄ αντιμετωπίσουν την οργή του και πότε αναριεύουν για νάβρει το καθένα τ΄ απάγκιο του και να κουρνιάσει.  

Ο Βοριάς ήρθε.

Ανάλγητος λύγισε τα κλαριά των δέντρων και τα τελευταία φύλλα στροβιλίστηκαν και χάθηκαν να σμίξουν στο χώμα της ανυπαρξίας τους. Βρυχώμενος διαβαίνει τα σοκάκια και σφυρίζοντας σα φίδι κακόβουλο, εκπορθεί τις χαραμάδες των πορτοπαράθυρων. Τούτος ο άρχων των ανέμων, λυσσομανά μονάχος κι αλαργεύει αλλού, για να κουρσέψει να γκρεμίσει και να ισοπεδώσει.

Ο Βοριάς είναι ένας άτεγκτος ρατσιστής.

Καθαρίζει τη φύση από τα γέρικα κι αδύναμα δέντρα, από τα άρρωστα άγρια, αλλά και ήμερα ζώα, κι απ΄ ότι άχρηστο υπάρχει, από την προηγούμενη ετήσια χρήση της φύσης. Την γδύνει από κάθε περιττό και την προετοιμάζει να δεχτεί την ιεροτελεστία της άνοιξης, που θα μας κομίσει το νέο και χαρμόσυνο μήνυμα και γεγονός της ανάστασης. Ευλογημένος ο Βοριάς.

Ο Βοριάς κι ο Χάρος.

Τρομοκράτης πάντων και πασών ο Βοριάς κι εκλεκτός συνεργάτης του Χάρου. Ως αδύναμα κι απροστάτευτα, αλλά δουλευτάρικα γουρουνάκια τον κλείσαμε, έξω από τις καλύβες μας, όμως ως γουρούνια της απληστίας και του εγωισμού μας τον κλείσαμε μέσα στην καρδιά μας κι αυτός όταν έρθει ο χειμώνας, μάς γκρεμίζει κάτω από τον άνομο θρόνο μας κι ο ανελέητος συνεργάτης του θερίζει με το δρεπάνι του.

Ο Βοριάς κι ο Χάρος στρώνουν τον νυμφώνα του Έρωτα.

Ένα αισθαντικό ερωτικό δρώμενο είναι μια σύναξη και μια κατάνυξη, όταν έξω να λυσσομανάει ο βοριάς, στο τζάκι μας να λαμπαδιάζουν τα κούτσουρα, πάνω στην τάβλα μας να προκαλούν μια φλέγκα καθάρια κουλούρα, με δίπλα λιπαρό τυρί και πικάντικο λουκάνικο και πάνω απ΄ όλα μια νεαρά Ρούσα να σερβίρει αδρή μπρούσκο κρασί, με μουσική υπόκρουση κλαρίνου στη χαμηλή του περιοχή, σε δρόμους κλέφτικους και ποιμενικούς και μελωδίες πόνου, παθών και νοσταλγίας.

Ο Βοριάς η Ρούσα και το Κρασί πρωταγωνιστούν σε μια μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας.

Ας πούμε και μια ανάλαφρη ιστοριούλα.

Ενώ έξω φύσαγε ο Βοριάς, ο Μήτσος κι η Χάιδω εσπόνδησαν στον Έρωτα δίπαξ και τρίπαξ, ώσπου μελάτος κι ευφρόσυνος ήρθε ο ύπνος. Περί τα μεσάνυχτα ο Βοριάς άρχισε να λυσσομανά: «Πάλι σ΄κώθηκε ο άτιμος!» είπε ο Μήτσιος, και η Χάιδω αποκρίθηκε: «Να γυρίσω Μήτσο μ΄!»