
Το ευαγγελικόν: «αιτείτε και δοθήσετε υμίν» εκείνοι που το πιστεύουν ακράδαντα και το κάνουν ισόβια πράξη είναι οι διακονιαραίοι, όπως επίσης και το παρακάτω που λέει: «κρούεται και ανοιγήσεται» κι ας λέει ο Σολωμός στον Εθνικό Ύμνο: «δεν είν΄ εύκολες οι θύρες αν η χρεία τες κουρταλεί».
Ως κράτος και ως λαός, είτε βρισκόμαστε σε κρίση είτε όχι, ένα πράγμα είναι σταθερό: οι επαιτούντες και οι απαιτούντες. Τούτο το δίπολο είναι εγγεγραμμένο στα εθνικά μας γονίδια.
Ως κράτος διακονιάρης οργανωθήκαμε από την εμφάνισή μας το 1821 και ως διακονιαραίοι γαλουχηθήκαμε και μεγαλουργήσαμε. Όποιος επαιτεί την ευσπλαχνία των ισχυρών κάτι κερδίζει και όποιος απαιτεί κάτι χάνει, κερδίζοντας ταυτόχρονα το στίγμα του απροσάρμοστου και -παλαιότερα- του αναρχοκομουνιστή.
Οι επαιτούντες για να δικαιολογήσουν την άθλια, αλλά συμφέρουσα γι΄ αυτούς στάση, λένε: “το ήμερο τ΄ αρνί βυζαίνει δυο μανάδες”, ή “με το μέλι –της επαιτείας- πιάνεις περισσότερες μύγες από τι με το ξίδι –των διεκδικήσεων”. Ο παπάς μάς το λέει διφορούμενα στο “αιτείτε –απαιτείτε ή επαιτείτε, δεν το ξεκαθαρίζει- και δοθήσετε ημίν”. Πάντως η Εκκλησία εξαγιάζοντας την ελεημοσύνη, ως κορυφαία αρετή του Χριστιανού, στην ουσία στεγάζει πολιτικά τους διακονιάρηδες, που στηρίζονται στον ελεήμονα λαό και απενοχοποιεί τον έχοντα και κατέχοντα.
Η επαιτεία είναι γενικευμένος θεσμός στην πολιτική. Στον καθ΄ ημέραν βίον ο πολίτης είναι μόνιμος διακονιάρης στους ποικιλώνυμους άρχοντες. Στις εκλογές όμως οι ρόλοι αντιστρέφονται και αλίμονο στον πολιτικό, που δεν θα ζητιανέψει ψήφους. Αυτό είναι η δημοκρατία. Όχι όπως παλιά που το μέλλον του πολιτικού στηριζόταν στις κουμπαριές και στις κουμπουριές!
Η επαιτεία εισχώρησε και στα μύχια της ψυχής και κατέκτησε το πάμφωτο κάστρο του Έρωτα. Σε παλιότερους καλούς καιρούς ο Μήτσος κι η Μαλάμω αλληλοέλκονταν ερωτικώς, όμως η Μαλάμω ζευγάρωσε με άλλον. “Γιατί βρε Μαλάμω;” διαμαρτυρήθηκε ο Μήτσος. “Mα δε μου χάλεψες” απάντησε η Μαλάμω. Επαιτεία λοιπόν και στο θεϊκό τούτο δώρο.
Προπολεμικά, καραβάνια Κραβαριτών και Τερνιωτών διακονιαραίων (μπολιάρηδων) περιφέρονταν στην περιοχή. Οι άθλοι και οι αθλιότητές τους είναι ακόμα ζωντανά στην περιοχή μας. Τη δεκαετία του ΄60 περνούσε από το χωριό ο τελευταίος μπολιάρης των καραβανιών. Ήταν ο μοναχικός Λαήνας, ως τελευταίος των Μοϊκανών. Μέσα σε τρεις τρουβάδες κουβαλούσε όλη του την περιουσία. Φορούσε τρία παντελόνια απανωτά κι όλη του τη γκαρνταρόμπα. Ημιπαράφρων ωρύετο όταν τον σκανδάλιζαν οι μικροί και τον έδιωχναν οι μεγάλοι.
Σήμερα –που ο Λαήνας δεν υπάρχει- είμαστε όλοι, διακονιαραίοι των ολιγαρχών, επαιτούμε, ψηφίζουμε και κάποιοι ψηφίζονται όχι ως πολίτες, αλλά ως ζήτουλες.
Έλεγαν ο διακονιάρης «θέλει κομμάτια κι όχι στράτες». Σήμερα ο πολίτης θέλει ρουσφέτια κι όχι προγράμματα κι ανάπτυξη κι ο πολιτικός θέλει ψηφοφόρους κι όχι πολίτες δημιουργικούς και τίμιους.



































