Χρονογραφήματα

1513

Η μανάρα κι η μπλουκιάρα

Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

H μεγάλη κυρία των ποιμνίων στα χωράφια και στους λόγγους ήταν η κατσίκα. Ο ομώνυμος απαξιωτικός χαρακτηρισμός για μια γυναίκα, δεν προσβάλλει μόνο τη γυναίκα αλλά και την κατσίκα. Ομοίως και ο γενικός χαρακτηρισμός “γίδι”. Οι σχέσεις τις κατσίκας με τον τσοπάνο μπορούσε νάταν αγαπησιάρικες αλλά και σχέσεις μίσους, όταν η κατσίκα ήταν ζημιάρα και δύστροπη ή ο τσοπάνος κακορίζικος και βάρβαρος. Προϊόν αγαπησιάρικων συνθηκών είναι ο Μέγας Παν, ο τραγόμορφος τσοπανόθεος των αρχαίων.

Ως προς τον τρόπο διαβίωσης οι κατσίκες χωρίζονταν σε δύο είδη, στις μανάρες και στις μπλουκιάρες.

Μανάρα ήταν αυτή που ζούσε οικόσιτη. Ως μαναράκι ήταν υπερβολικά φιλική κι ακολουθούσε κατά πόδας τ΄ αφεντικό, που συνήθως ήταν η νοικοκυρά του σπιτιού. Την ίδια συμπεριφορά είχε και ως μανάρι και ως μανάρα.

Από τις τελευταίες τέτοιες νοικοκυρές ήταν η υπέργηρη ποιμένισσα Διαμάντω, που βόσκαγε τις δυο μανάρες της.

-Βλέπω φυλάς ακόμα κατσίκες τις λέει ένας περαστικός.

-Δεν τις φυλάω, με φυλάνε απάντησε η Διαμάντω.

Μπλουκιάρα ήταν αυτή που ζούσε σε κοπάδι και δεν είχε καμιά φιλία με το γιδάρη. Η μανάρα είχε το λυτάρι με το στρίφιγκα, μόνιμα δεμένο στα κέρατα ή στο λαιμό, αν ήταν σιούτα. Αν ήταν δεμένο στη μέση της ζούσε καθεστώς περιορισμένης ελευθερίας διαφορετικά ήταν τα δεσμά της. Η μπλουκιάρα δεν ήξερε τι θα πει λυτάρι. Το μόνο που φοβόταν ήταν η στραβολέγκα του γιδάρη.

Η μανάρα όταν μαρκαλιόταν βέλαζε κι ήταν ανήσυχη. Το αφεντικό, βλέποντας και τα λοιπά σημάδια, την πήγαινε στον τράγο που αυτός ήθελε. Η μπλουκιάρα, με τις πρώτες σεξουαλικές ορμές, διάλεγε όποιον τράγο ήθελε κάθε φορά. Αν μάλιστα έπεφτε στο μπουλούκι τραγόπουλο, δεν έδινε καμιά σημασία στο γερο-τράγο.

Αν η μανάρα μάθαινε και κρυφοτσίμπαγε τίποτα απαγορευμένες λιχουδιές την έλεγαν ζημιάρα κι αμαρτωλή και την τιμωρούσαν. Για τη μπλουκιάρα τίποτα δεν ήταν αμαρτία.

Τέτοια εποχή. με τους χιονιάδες και τα κρύα η μανάρα απολάμβανε τη θαλπωρή στο χειμωνιάτικο κατοικειό της και τις νοστιμιές του παχνιού της ενώ η μπλουκιάρια έδινε μάχες στ΄ ακρόβραχα με τους αγέρηδες, για να γεμίσει την κοιλιά της.

Τη μανάρα όταν γεννούσε, για λίγο τη βύζαιναν τα κατσίκια και επ΄ αόριστον την άρμεγε τ΄ αφεντικό. Μια ζωή ταλαιπωρία με τα μαστάρια της, είτε σακκουλοβύζα ήταν είτε καλαμοβύζα. Η μπλουκιάρα εκτός από το βύζαγμα των κατσικιών καμιά άλλη γαλακτοκομική ταλαιπωρία δεν είχε. Και τα μαστάρια της δεν την ενοχλούσαν, ως τσιμπουροβύζα αμαζόνα που ήταν κατά κανόνα.

Εύδαιμον το ελεύθερον.

Ανατρέχοντας στις δαρβινοτσοπάνικες παρατηρήσεις, που αποθησαύρισα στην αιπολική μου εφηβεία, είδα βίους παράλληλους μεταξύ του τσοπάνη και κάποιων ζώων του, είτε ήταν βοοειδή είτε ιπποειδή είτε οποιοδήποτε άλλο, όμως με τις κατσίκες και τους τράγους υπήρχε ιδιαίτερη όσμωση. Ο τραγοειδής τσοπάνος, υπό την επήρεια ισχυρής οιστρηλασίας, χανόταν χουχουτώντας σε λόγγους σκοτεινούς κι έσμιγε με τον τραγόμορφο θεό του, που ρέκαζε στα δυσθεώρητα βάθη των φαράγγων.