Όνομα: Πάνος Σ. Νιαβής

Ιδιότητα: Συγγραφέας

Τόπος καταγωγής: Μάραθος  Ευρυτανίας

Τόπος διαμονής: Αθήνα

Η σπουδαία προσωπικότητα του συμπατριώτη μας ποιητή και συγγραφέα κ. Πάνου Νιαβή φιλοξενείται αυτή την εβδομάδα στην στήλη του ‘Ευρυτάνα της εβδομάδας’. Σε λίγες λέξεις ένα βύθισμα στην εσωτερικότητα και στην ουσία, που τόσο έχουμε ανάγκη στις μέρες μας…

ΕΠ. Κύριε, Νιαβή, πριν λίγες μέρες πραγματοποιήθηκε η 51η  έκθεση βιβλίου στον Πεδίον του Άρεως. Ποια ήταν η ανταπόκριση του κόσμου;

ΠΝ. Ευχαριστώ πολύ για τον χώρο που μου δίνετε να έρθω σε επαφή με τους αναγνώστες σας. Η έκθεση  51η βιβλίου επέτρεψε στο φυσικό της χώρο μετά από την επίμονη και άοκνη προσπάθεια της ψυχής της διοργάνωσης, του εκδότη, Κου Βασίλη Χατζηιακώβου. Η ανταπόκριση του κόσμου ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Κι αυτό είναι παρήγορο σε μια άνυδρη εποχή, μια εποχή πνευματικής ξηρασίας που τα πάντα μοιάζουν να καταπίνονται από την  ευκολία της «εικόνας».

ΕΠ. Ασχολείστε κατά κόρον με την ποίηση. “Ο μαύρος κότσυφας” και “Η τριγωνομετρία των παθών” αποτελούν τις ποιητικές σας συλλογές. Γιατί ποίηση και όχι κάποια άλλη λογοτεχνική φόρμα;

ΠΝ. Η ποίηση είναι για μένα τρόπος λύτρωσης από το εφήμερο και την επίγνωση της θνητότητας. Ανάμεσα σε μένα και στην πραγματικότητα υπάρχει ένα αόρατο τζάμι που αχνοδείχνει μνήμες, έρωτες, απώλειες, και εκεί πάνω γράφω ασταμάτητα, μετουσιώνοντας την ανήσυχη φύση του ποιητή σε ανεξίτηλα  αισθήματα  λέξεων.

ΕΠ. Τι σας οδήγησε στην απόδοση στα Ελληνικά των ποιημάτων της Αργεντινής ποιήτριας, Αλφονσίνα Στόρνι; 

ΠΝ: Η Αλφονσίνα Στόρνι είναι  η μεγαλύτερη ποιήτρια της Αργεντινής. Πιονέρισσα του φεμινισμού στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Προέταξε τα στήθη της στον συντηρητισμό και την αφόρητη πατριαρχία της εποχής και άνοιξε με τους στίχους της δρόμους για την ισότητα των φύλλων. Το μακρινό 1918, με το ποίημα της «Με ποθείς αγνή» τολμά να μιλά ανοιχτά για το δικαίωμα των γυναικών στην σαρκική ηδονή και τη σωματική απόλαυση του έρωτα. Η δημοσίευσή του προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων! Μέσω φίλης στο Μπουένος Αϊρες, μιλώντας  για τον, επίσης, Αργεντινό ποιητή Χουάν Χέλμαν, με προέτρεψε να έρθω σε επαφή  με τα ποιήματά της, και έμεινα εμβρόντητος, πως μια τόσο μεγάλη ποιήτρια παραμένει σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα.

ΕΠ. “ΔΕΚΑ ΠΟΝΤΟΥΣ ΜΑΥΡΟ ΧΙΟΝΙ’’ είναι το μυθιστόρημα που εκδόθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις “Αρμός” με κεντρική ηρωικά τη Δαδιά, μια ηλικιωμένη γυναίκα που ζει μονάχη σε γηροκομείο. Το μυθιστόρημα παραμένει 15 μήνες μετά την έκδοσή του στις προθήκες μεγάλων βιβλιοπωλείων. Πείτε μας λίγα παραπάνω στοιχεία.

ΠΝ. Το πρώτο μου μυθιστόρημα ‘ΔΕΚΑ ΠΟΝΤΟΥΣ ΜΑΥΡΟ ΧΙΟΝΙ’, από τα τρία βιβλία μιας τριλογίας, που ελπίζω να πάρουν τη σειρά τους. Εδώ και έξι μήνες έχω καταπιαστεί  με το δεύτερο, είναι ένα μυθιστόρημα μαγικού ρεαλισμού. Και από τις πωλήσεις του, που παραμένουν αμείωτες,  φαίνεται πως αρέσει στους αναγνώστες. Έφτιαξα μια φανταστική περσόνα, μια γυναίκα της υπαίθρου, και δεν ντράπηκα  να μιλήσω για τη δεινή θέση που είχαν όλα τα πλάσματα που είχαν την «ατυχία» να γεννιούνται κορίτσια σε πρόσφατες ιστορικές περιόδους. Η Δασιά μου, η κεντρική ηρωίδα, χήρα αντάρτη με έξι μήνες έγγαμη ζωή, βρίσκεται στη δίνη του εμφυλίου και την παρασύρει στην επίγεια κόλαση μιας ζωής στερήσεων, απορρίψεων αλλά και χωμένη στην αμαρτία, στην ανομία, ακόμη και σε φονικά. Ζώντας εγκαταλελειμμένη στο γηροκομείο, στις ύστερες μέρες του βίου της ανοίγει διάλογο με τοN Θεό και τον μόνο άνθρωπο που νοιάζεται  για εκείνη, την εγγονή της, την Ντορουντίνα, μια φοιτήτρια φιλολογίας. Είναι ένα βιβλίο που γράφτηκε για ανθρώπους σαν τη Δασιά, που χαράμισαν τις ζωές τους για υποθέσεις που δεν ήταν δικές τους!  Είναι ένα μυθιστόρημα που ζητά και απαιτεί από τον αναγνώστη την κατανόηση και ζητά να δώσουμε χώρο στους αποσυνάγωγους της ζωής να βρουν  μια γωνιά στην ευρυχωρία της συγνώμης μας. Γιατί ζούμε μια επικίνδυνη εποχή των λαϊκών δικαστών των social media και της τηλεόρασης.

ΕΠ. Κατάγεστε από τον Μάραθο Ευρυτανίας αλλά τα τελευταία χρόνια παραμένετε “εσωτερικός εξόριστος, τρωτός και ανέστιος” στην Αθήνα. Είναι η ποίηση η προσωπική σας εστία; 

ΠΝ. Όλοι η εξόριστοι πάσχουν από μια ακαθόριστη νοσταλγία, για την νοητή εστία, την ιστορία των παιδικών τους χρόνων. Επειδή ο χρόνος είναι ανεπίστροφος, ο καθένας μας αναζητάει μια γιατρειά. Η δική μου γιατρειά είναι η Ποίηση.

ΕΠ. Έχει κάποια θέση έχει η γενέτειρά σας, ο Μάραθος Αγράφων, στα λογοτεχνικά σας δημιουργήματα; 

ΠΝ. Ο Μάραθος ξεφυτρώνει ακόμη κι εκεί που δεν πρέπει! Στην πολλαπλότητα των προθέσεων μου  όταν ξεκίνησα το ‘‘ΔΕΚΑ ΠΟΝΤΟΥΣ ΜΑΥΡΟ ΧΙΟΝΙ’’, ήταν και η διάσωση μέρους της ντοπιολαλιάς της γενέτειρας γης μου, τώρα που η τηλεοπτική ομογενοποίηση τείνει να αφανίσει γλωσσικό πλούτο που έρχεται από τον Όμηρο και υπήρχε στο «κειτάς» τώρα, που μου έλεγε η γιαγιά μου και έχει καταγωγή από το αρχαίο κείτομαι!

ΕΠ. Ποιοι λογοτέχνες αποτελούν το σημερινό σας καταφύγιο; Έχει αλλάξει το είδος αυτών με το πέρας των χρόνων;

ΠΝ. Σε πρόσφατη συνέντευξή μου στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ  σε ανάλογη ερώτηση ποιους/ες συγγραφείς θα καλούσα σε δείπνο απάντησα ως εξής: Στην κορυφή, την Αλφονσίνα Στόρνι. Την επίσης Αργεντίνα ποιήτρια Νόρα Λάνγκε και τον Κολομβιανό ποιητή Εδουάρδο Καράνσα, ποιήματα των οποίων αποδίδω στα Ελληνικά αυτό τον καιρό. Μετά τη χρυσόστομη, Άννα Αχμάτοβα, και την Ιδέα Βιλαρίνιο. Παραδίπλα τους συγγραφείς Ίβο Άντριτς, Βάργκας Λιόσα και Χουάν Ρούλφο. Από Έλληνες, τους ποιητές Μιχάλη Γκανά, Κώστα Γ. Παπαγεωργίου και  Πάνο Κυπαρίσση. Κι από συγγραφείς τον Νίκο Χουλιαρά, τον Χρήστο Χωμενίδη και την Ζυράννα Ζατέλη.Είναι λογικό πως ο καιρός αλλάζει τα πάντα, αν μου κάνατε την ίδια ερώτηση πριν 30 χρόνια, θα είχα μνημονεύει κατά ογδόντα τοις εκατό άλλα πρόσωπα από αυτά που με απασχολούν σήμερα.