Το Φθινόπωρο Της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ
‘Η φύση έχει την πιο ωραία μνήμη’
Η φύση έχει μια μνήμη με σύννεφα μπλάβα με κίτρινες προεκτάσεις του φεγγαριού στις λίγες αναμνήσεις που μου μένουν όταν υμνούσα το Σεπτέμβρη κι απ’ τα νερά τα γκρίζα, τα μαλαματένια του είχα δει ν’ αναδύονται τα πιο ωραία σώματα της αγάπης μου. Ήταν αυτή η ψύχρα αυτή η θολή καθαρότητακι ένα γλυκό φωτοστέφανο τριγύριζε τα πρωινά ψάρια στον μαρμάρινο μπάγκο. Ο αέρας ύφασμα με τέλεια εφαρμογή η μυρωδιά του γιασεμιού λες κι ήταν προσωπικό μου χάρισμα λες και με αφορούσε κι εμένα η ωραιότητα. Η αγάπη έχει αξία συλλογική τα τόσα πρόσωπα είναι ένα μες στο γαλάζιο κι η συμβολή τους συμβολική στης εποχής το γύρισμα στον τρύγο στο πλύσιμο των βαρελιών δίπλα στη θάλασσα στα μαύρα σακιά με κοπριά ακουμπισμένα στην πόρτα μου σαν κακοί οιωνοί. Η φύση έχει την πιο ωραία μνήμη φοράει το ίδιο φως σε κάθε επέτειο κρατάει το ίδιο κλαρί με τα λαχανιασμένα φύλλα στην εκθαμβωτική πτώση τους. Γιατί εγώ άσχημα θυμούμαι Βλέπω μόνο σταγόνες πίκρας στα χείλη μου που τα ΄σχιζε η χαρά και σημάδια αλλοίωσης στα μέλη τα κρυφά ανθεστήρια θανάτου.
Μοναξιά
Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου το γέλιο σου με τον ήλιο το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου. Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά θα βρεις τη μοναξιά σου.Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ‘ναι γραμμένη απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου. Κι αν πάλι τους δείξεις το δρόμο της δύναμης και τους ξεφωνίσεις να πιστέψουν μόνο τον εαυτό τους θα τους δώσεις μια πίκρα παραπάνω γιατί δε θα το μπορούν, θα ‘ναι βαρύ γι’ αυτούς και θα ‘ναι πάλι η μοναξιά σου. Αν φωνάξεις την αγάπη σου
θα ‘ρθει πίσω άδεια, κούφια, η ίδια σου η φωνή γιατί δεν είχε το κουράγιο να περάσει όλες τις σφαλισμένες πόρτες, όλα τα κουρασμένα βήματα όλους τους λασπωμένους δρόμους. Θα γυρίσει πίσω η φωνή που την έστειλες τρεμάμενη λαχταριστή, με άλλα λόγια που δεν την είχες προστάξει εσύ τα λόγια της μοναξιάς σου. Θεέ μου, τι θα γίνουμε; Πώς θα πορευτούμε; Πώς θα πιστέψουμε; Πώς θα ξεγελαστούμε; Μ’ αυτή την αλλόκοτη φυγή των πραγμάτων των ψυχών από δίπλα μας; Ένας δρόμος υπάρχει, ένας τρόπος. Μια θα ‘ναι η Νίκη: αν πιστέψουμε, αν γίνουμε, αν πορευτούμε. Μόνοι μας.
Φθινόπωρο 1956



































