
της Χαράς Βλαχάκη
Την εποχή που πουλούσαν ή απόκοβαν τα κατσίκια από το βύζαγμα, η μάνα μου μάζευε το γάλα για κοπάνισμα.
Μια φορά κάτι της έτυχε κι έπρεπε να φύγει …
Φεύγοντας όπως πάντα μας έδωσε εντολές και μοίρασε τις δουλειές που θα κάναμε η κάθε μια μας….
Δεν θυμάμαι αν έδωσε σε μένα το κοπάνισμα ή στην πιο μεγάλη μου αδελφή, άλλωστε πάντα μόνη της το έκανε δεν ήξερε καμιά μας να κοπανίσει, ήμασταν μικρές….
Αυτό που θυμάμαι, είναι ότι το ανέλαβα εγώ….πιθανόν να έκανα ανταλλαγή γιατί το θεωρούσα εύκολο…..έβλεπα την μάνα μου να κοπανίζει και μου φαινόταν σαν παιχνίδι.
Ευτυχώς είχε βάλει το γάλα μέσα στην βούρτσα από την καρδάρα που το μάζευε για να γίνει κατάλληλο για κοπάνισμα….
Έβαλα ένα ξύλινο σκαμνάκι, ανέβηκα επάνω και άρχισα να χτυπάω το βουρτσόξυλο μέσα στο γάλα…
Γέμισε ο τόπος γάλα …..στα μάτια μου, στο πρόσωπό μου, στα ρούχα μου ένας χαμός…… πως το έκανε η μάνα μου και δεν της πεταγόταν σταγόνα έξω δεν μπορούσα να το καταλάβω.
Σιγά-σιγά τα ψιλοκατάφερα…κόντευα να ξεπλατιστώ και βούτυρο δεν έβλεπα να βγαίνει στην επιφάνεια… σκεφτόμουνα τι μπορούσε να φταίει…μήπως ήταν το γάλα χαλασμένο….δεν έβγαζα άκρη .
Σε μια στιγμή θυμήθηκα ότι με έστελνε στην βρύση κάθε φορά που κοπάνιζε (δεν υπήρχε ρεύμα και ψυγείο) για να πάρω κρύο νερό και έριχνε λίγο γύρω-γύρω για να μαζευτεί το βούτυρο…..
Παρατάω στη μέση το κοπάνισμα, αρπάζω ένα παγούρι και πάω για την βρύση να πάρω νερό…
Τελικά μετά από ώρες και αφού πονούσαν τα χέρια μου και η πλάτη μου σχεδόν τα κατάφερα…έβλεπα κάτι και μαζευόταν πάνω -πάνω και δώστου να ρίχνω νερό… κόντευε να διπλασιαστεί το γάλα από το νερό…
Τώρα έπρεπε να βγάλω το βούτυρο από μέσα και να κάνω ότι είχα δει την μάνα μου..ευτυχώς θυμόμουν τις κινήσεις της…
Ανέβηκα, ακούμπησα την κοιλιά μου πάνω στην βούρτσα έσκυψα και τέντωσα το χεράκι μου να πιάσω το βούτυρο…για πότε πέσανε τα σκαμνάκια, για πότε αναποδογύρισε η βούρτσα και βρέθηκα πεσμένη κάτω πνιγμένη στο ξυνόγαλο χαμπάρι δεν πήρα..