Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Οι καπότες πάντα έπαιζαν ένα σημαντικό ρόλο στην ατομική, στην κοινωνική και στην πολιτική ζωή του τόπου μας.

Η ΠΟΙΜΕΝΙΚΗ ΚΑΠΟΤΑ είναι η πρώτη που εμφανίστηκε στην ιστορία. Ήταν δημιούργημα της αναπτυγμένης κτηνοτροφίας και αποτελούσε τη φορητή καλύβα του τσοπάνη. Το τράγιο της τρίχωμα έδιωχνε τη βροχή προς τα έξω και ταυτόχρονα φυλάκιζε τη θερμότητα προς τα μέσα. Μεγάλος είναι ο βίος και η πολιτεία της ποιμενικής καπότας και πάρα πολλά μπορούνε να γραφούνε γι΄ αυτήν.

Ήταν το μακρύ, το φαρδύ, το χοντρό και το αδιάβροχο πανωφόρι του τσοπάνου. Δεν είχε μανίκια, είχε όμως κατσούλα και εσωτερικά ημικυκλικά χειρότια (τσέπες). Κυκλοφορούσε και κοντότερη με το όνομα κοντοκάπι.

Την ύφαινε η τσοπάνισσα με καλοστριμένο στημόνι από πρόβειο μαλλί και χοντροστριμένο τραγίσιο υφάδι. Μετά την ύφανση «φούσκωνε» στη νεροτριβιά και τέλος την έραβε ο καποράφτης.

Η κάπες αρχικά δε βάφονταν. Μια καλή κάπα είχε μούγκρο χρώμα από τα κανούτα γίδια, που χάριζαν το τρίχωμά τους για την κατασκευή της. Μια τυχαία επιλογή γιδιών έδινε στη κάπα ένα λιάρο χρώμα και στον φορώντα αυτήν το τιμητικό παρατσούκλι «Λιαροκάπης».

Την τραγούδησε ο Παπαντωνίου στο «Γεροβοσκό» του:

«Πάνω στη καπότα μου,

φορεσιά και στρώμα μου,

είδα ονείρατα γυρτός,

ξυπνητός και κοιμιστός»

και την ύμνησε ο τσοπάνος με το τραγούδι:

«είχα κάπα, είχα και γκλίτσα,

μ΄ αγαπούσαν τα κορίτσια…»

Η κάπα εκτός από ποιμενικό ένδυμα ήταν και στρατιωτικό. Αποτελούσε τον τιμημένο πρόγονο της ηρωικής χλαίνης, η οποία παραχώρησε τη θέση της στο τζάκετ κι αυτό με τη σειρά στα ποικίλα και εξευγενισμένα βιομηχανικά κατασκευάσματα. Στους κλέφτες οι κάπες ήταν πιο απαραίτητες από ότι στον τσοπάνο. Όμως και στον τακτικό στρατό είχαν την τιμητική τους. Ο Μέγας Ναπολέων προμηθευόταν κάπες από την Ήπειρο και τ΄ Άγραφα.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΠΟΤΑ είναι η δεύτερη και εμφανίστηκε με την κομματικοποίηση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Η δημιουργία του νεοελληνικού κράτους έφερε στο προσκήνιο τους κομματάρχες κι αυτοί με τη σειρά τους θεσμοθέτησαν την πολιτική καπότα. Ο κάθε ποταπός -συνήθως- κομματάρχης μετρούσε τις ψήφους του σε αντιστοιχία με τους τσελιγκάδες που είχε του χεριού του. Τούτη η καπότα εξέπνευσε χρηστικώς με την εξαφάνιση της παλιάς πλατιάς οικογένειας, που στήριζε το κάθε τσελιγκάτο. Τώρα την ψήφο -κατά τεκμήριον- την κουμαντάρει το ίδιο το άτομο και ο κομματάρχης τη μετράει ως κουκί.

Η λογική της πολιτικής καπότας συνυφαίνεται άρρηκτα με το κομματικό μαντρί, που στεγάζει όλα τα «πολιτικά ζώα» τα οποία πειθαρχημένα ως πονηρά πρόβατα, περιμένουν τις γλίσχρες ανταποδόσεις του τσέλιγκα. Αυτό που λένε ότι έξω από το μαντρί σε τρώει ο λύκος είναι ένα κουτοπόνηρο εφεύρημα των τσελιγκάδων της πολιτικής, γιατί ως μαντρωμένος ο πολίτης είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος και ροδοψημένος να τον φάει ο τσέλιγκας.

Η ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΚΑΠΟΤΑ εμφανίστηκε τελευταία απ΄ όλες τις άλλες καπότες. Ήταν τότε όπου η ηδονή άρχισε να γίνεται αυτοσκοπός και ο έλεγχος των γεννήσεων αναγκαιότητα. Μαύρα σύννεφα στον ορίζοντα της σεξουαλικής καπότας εμφανίστηκαν με την κυκλοφορία των χαπιών και άλλων μοντέρνων μεθόδων αντισύλληψης. Όμως η σεξουαλική καπότα ποτέ δεν πεθαίνει!