Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός, theofanhspap@outlook.com

Ποίηση, μήλο των Εσπερίδων
μήλο μυρωδικό του Παραδείσου.

Κ.Κ.

Μετά το: «ΤΣΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ» (μυθιστόρημα, εκδ. Καστανιώτη), βρέθηκα σ «ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ» (μυθιστόρημα, εκδόσεις Καστανιώτη) κι έπειτα ένιωσα μια «ΑΡΧΑΙΑ ΔΙΨΑ»(ποιητική συλλογή, εκδ. Καστανιώτη)(1η έκδοση: Σεπτέμβριος 2020).

«ΑΡΧΑΙΑ ΔΙΨΑ» τιτλοφορείται η συλλογή της ποιήτριας και συγγραφέως Κατερίνας Καριζώνη. Το εξώφυλλο κοσμεί έργο του ζωγράφου, σκηνογράφου και ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου. Το σύνολο των ποιημάτων είναι τριάντα τέσσερα.

«ΑΡΧΑΙΑ ΔΙΨΑ»

Στη λάμψη απ’ τις φωτιές του Αϊ- Γιαννιού/ ώρες με κοίταζες στα μάτια και σε κοίταζα/ και πάλευα να ξεδιαλύνω τα σημάδια./ Ξάφνου θυμήθηκα πού σε είχα ξαναδεί/ σ’ εκείνο το λοιμό των Αθηνών/ είχαμε δώσει ραντεβού κοντά στα τείχη/ Αύγουστος του 430 π.Χ./ Κάποιοι άναβαν φωτιές/ για να κάψουν τους νεκρούς/ και την αρρώστια που είχαν φέρει/ οι Δωριείς στην πόλη/ νύχτωνε κι εσύ αργούσες να φανείς/ εγώ είχα μολυνθεί απ’ την ασθένεια και διψούσα/ με τα πηγάδια ήταν μήνες αδειανά/ στις στέρνες ζέχναν πτώματα/  και δεν υπήρχε αλλού νερό να πιω/  παρά μονάχα απ’ το φιλί σου./ Στη λάμψη απ’ τις φωτιές του Αϊ- Γιαννιού/ που τις φυσούσε ύπουλα ένας γλυκός νοτιάς/ και άναβαν σπινθήρες των άστρων/ ψηλά στο γαλαξία/  ώρες σε κοίταζα στα μάτια και με κοίταζες/ και αιώνες διψούσα.

Μ’ ένα κανάτι η ποιήτρια Κ.Κ. εγκύπτει στην αρχαία μας δίψα και μας αναζωογονεί μέσω των στίχων της.  Ύστερα ξεδιπλώνει τον ΠΟΡΤΟΛΑΝΟ των υπαρξιακών αναζητήσεων -που κρατά προσεκτικά- και μας δείχνει τον δρόμο, το σταυροδρόμι της ποιήσεως…

«ΠΟΡΤΟΛΑΝΟΣ»

Το ‘γραφε ο πορτολάνος από τότε/ πως σε περίμενα σε κάποιο βυθό/ που ήταν παλιά αγκυροβόλιο/ αλλά τώρα φυσούσαν ανεμοστρόβιλοι/ και δεν μπορούσαν να πιάσουνε τα πλοία./ Υπήρχε ακόμα ένα γκρεμισμένο σπιτάκι/ που φαινόταν μόνο στο βάθος των ματιών/ εκεί που καμπυλώνουν οι μέρες/ και εξατμίζονται  κάθε πρωί τα όνειρα./ Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε/ τι λέω χρόνια, μου φάνηκαν αιώνες/ άλλωστε κανείς δεν συμβουλεύεται πια/τους πορτολάνους/ κι ας δείχνουν ακόμα/

το πικρό νερό της μνήμης/τα επικίνδυνα μπουγάζια στο κορμί/ την πληγή που μας ξεδιψάει -μια βρυσούλα η ποίηση-/ τις σκιές που κάποτε αγαπήσαμε παράφορα/κι έγιναν μαύρα πανιά στον ήλιο.

«ΜΟΙΡΑΣΙΑ»

Λοιπόν, σήμερα διάβαζα ένα δικό σου ποίημα/ από την εποχή που ακόμη ανταλλάσαμε επισκέψεις/ μου κέρναγες νερό με λίγο δηλητήριο/ έστρωνες ζάχαρη στο πάτωμα/ σκιές στα παντζούρια/ λύναμε ασκήσεις μαθηματικών/ έτρεμα τις απαντήσεις/ που πάντα έδειχναν ότι κάπου έκανα/ λάθος με τους ανθρώπους/ και είχα δυσκολίες με τους αριθμούς/ γιατί η κοιλιά μου ήταν γεμάτη ιστορίες/ και πλακούντες με μελάνη από παλιά ποιήματα./ Πάντως μου άρεσαν τα ποιήματά σου/ όταν τα έτρωγα είχαν γεύση πικραμύγδαλου/ κι όταν τα άκουγα μου θύμιζαν σειρήνες πλοίων/ υπήρξε ωστόσο μια άσκηση που δεν λύσαμε ποτέ:/ Πως και αν διαιρείται ένα ποίημα/ κι αν διαιρείται, πως μοιράζεται/ κι αν μοιράζεται, ποιος παίρνει το χαρτί/ και ποιος το τραύμα/ ποιος τα κιτρινισμένα συμπεράσματα/ και ποιος τα λιγοστά, φθαρμένα ιμάτια του ποιητή.

Η ποιήτρια Κ.Κ. δημιουργεί αινίγματα που η λύση τους, βρίσκεται στον βυθό της φιλοσοφίας, ως άλλη θεραπαινίδα  με το μελάνι της πέννας της γιατρεύει και μετουσιώνει τη πληγή σε κέρδος και όφελος. ΑΡΧΑΙΑ ΔΙΨΑ είναι τ’ όνομα μιας όασης, σε μια εποχή ερημική…