Είχα λοιπόν την φαεινή ιδέα να αποκαλύψω στην σχεδόν επτάχρονη κόρη μου το μεγάλο μυστικό: ‘‘Ο Άγιος Βασίλης δεν υπάρχει στην πραγματικότητα…’’. Φυσικά ακολούθησαν μερικές ολιγόλεπτες διευκρινήσεις για το ποιος φέρνει τα δώρα την Πρωτοχρονιά και αφού ολοκλήρωσα την συνταρακτική (όπως νόμιζα) αποκάλυψη, η μικρή με κοίταξε και απλά με ρώτησε: ‘‘Ωραία, τι δώρα θα μας φέρει λοιπόν ο ψεύτικος Άγιος Βασίλης;’’. Έτσι η ανατροπή που νόμιζα ότι θα προκαλέσω επέστρεψε πίσω σε μένα και με έβαλε σε μια σειρά από σκέψεις και προβληματισμούς σε ό,τι αφορά τη σχέση του ανθρώπου με την αλήθεια και το ψέμα, σε συνάρτηση βέβαια με το‘ίδιον όφελος’, σαν αυτό που είχε η κόρη μου για να μη χάσει τα δώρα της.

Γιατί η αλήθεια μπορεί να θέλει ένα παιδί κι έναν τρελό για να μαθευτεί, αλλά στην προκειμένη η αλήθεια του παιδιού φανέρωσε πόση δύναμη έχει το ψέμα και ποιος είναι ο απλός μηχανισμός για να την νικάει. Γιατί πιθανά η αλήθεια να μην έχει ‘αυταξία’, αλλά να επιλέγεται συναρτήσει του αν μας βολεύει και αν μας εξυπηρετεί. Άραγε εμείς οι ενήλικες δεν κάνουμε τα ίδια όταν εις γνώσιν μας παραβλέπουμε την αλήθεια ή ακόμα χειρότερα την παραποιούμε και την διαστρεβλώνουμε, όταν δεν μας βολεύει; Κι αν κανείς δεν θέλει να το δει σε προσωπική βάση, το μόνο εύκολο να δει το αποτύπωμα αυτής της στάσης, στην κοινωνική και πολιτική τοποθέτηση που έχουμε ως πολίτες. Αρκεί και μόνο να μιλήσει κανείς για τους πολιτικούς και τους αιρετούς άρχοντές μας και θα έχει τη μεγαλύτερη απόδειξη για το τί ακριβώς συμβαίνει.

Και για να μην σοκαριστεί η ντόπια ‘ελίτ’ των αιρετών μας που βρίσκεται πάνω σε ‘διαχρονικά πούπουλα’ και δεν τολμάει κανείς να τους κατηγορήσει για μη ειλικρίνεια, ας μιλήσουμε για το μοντέλο του ‘Ψευτοθόδωρου’ της διαχρονικής ελληνικής ταινίας, που τελικά κατέληξε πολιτικός, αφού πέρασε επάξια τις εξετάσεις του ‘να λες αράδα ψέματα’ δίπλα σε ένα πολιτικό. Και αφού τοποθετήσουμε την ειδική σήμανση που μπαίνει και σε κάθε σενάριο μυθοπλασίας: «Το παρόν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας. Τα πρόσωπα, τα ονόματα και οι καταστάσεις είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα», ας διερευνήσουμε τέτοιου είδους ψέματα και κυρίως την ανάγκη τη δική μας να τα ακούμε και να τα πιστεύουμε.

Έχουμε λοιπόν αρχικά την περίπτωση των επίορκων στην πολιτική, που ενώ δίνουν όρκο ότι θα προασπίζουν και θα εργάζονται υπέρ του Συντάγματος και των συμφερόντων του τόπου τους, στην καλύτερη των περιπτώσεων βάζουν τις πλάτες τους για να εξυπηρετήσουν μόνο τους ‘δικούς τους’ και το δημόσιο συμφέρον πάει περίπατο. Έχουμε και αυτούς στην κατηγορία ‘καλοχαιρέτας’, που σου λένε φυσικά και ‘ναι’, αλλά παίρνουν τον λόγο τους πίσω χωρίς ντροπή και χωρίς παραπάνω κουβέντα. Έχουμε κι αυτούς που σπεύδουν σαν ‘φύλακες άγγελοι’ να βρεθούν δίπλα στο δίκαιο και το σωστό και ξέρεις καλά ότι σου έχουν ανοίξει τον τάφο για να σε ρίξουν μέσα. Έχουμε τέλος κι αυτούς που ξεδιάντροπα χρησιμοποιούν το ψέμα και την πλεκτάνη του, για να φτάσουν εκεί που θέλουν, δηλώνοντας ακόμα και σε μεγάλα σκάνδαλα ‘αθώοι’. Απ΄ όλα έχει λοιπόν ο ‘μπαχτσές’ της πολιτικής και δυστυχώς με την συναίνεση (ευτυχώς όχι εσαεί) των πολιτών που έχουν ανάγκη να ακούνε πάντα αυτό που τους εξυπηρετεί και που τους βολεύει, που ‘ζητιανεύουν’ να πάρουν ψίχουλα απ’ όσα δικαιούνται. Ζητείται ψεύτης λοιπόν…