Ευκαιρία για εθνική αυτογνωσία

Του Δημήτρη Ευαγγελοδήμου
Δημοσιογράφου-συγγραφέα

Η επέτειος των 200 χρόνων από την έναρξη της Εθνεγερσίας μας, πέρα από τους συμβατικούς εορτασμούς οφείλει να είναι και αφορμή εθνικής αυτογνωσίας. Προς αυτή την κατεύθυνση στοχεύουν οι σκέψεις που ακολουθούν:

Η 25η Μαρτίου είναι μια κατά συνθήκη ημερομηνία ειδικής χρονολόγησης που ορίζει την επέτειο της έναρξης της Εθνικής μας Επανάστασης, καθώς στις 25 Μαρτίου 1821 τίποτε το ουσιώδες δεν έγινε, εκτός από μια μικρή μάχη κοντά στο χωριό Βουνάρια της Πυλίας. Στην πραγματικότητα την Επανάσταση την κήρυξε το Αλέξανδρος Υψηλάντης στις 24 Φεβρουαρίου 1821 στο Ιάσιο -όπου συμπαρατάχθηκε και ο δικός μας Αθανάσιος Καρπενησιώτης-, ενώ στις 17 Μαρτίου οι επαναστάτες κατέλαβαν τους Πύργους Καλαβρύτων, στις 22 Μαρτίου την Πάτρα, την ίδια ημέρα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κτύπησε μια χρηματαποστολή στη γέφυρα της Τατάρνας και στις 23 Μαρτίου απελευθερώθηκε η Καλαμάτα. Με άλλα λόγια, η ημερομηνία έναρξης της Επανάστασης είναι κάτι το συμβολικό και ορίστηκε έτσι για να συμπίπτει με την εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Και το Λάβαρο του Παλαιών Πατρών Γερμανού;  Αυτό πρωτο-υψώθηκε τον Οκτώβριο 2000 από τον τότε Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χριστόδουλο. Ιστορικά είναι αποδεδειγμένο ότι η Οθωμανική διοίκηση δεν διαχώριζε τους υπηκόους της ανάλογα με την εθνικότητά τους, αλλά ανάλογα με το θρήσκευμά τους, ενώ και οι Βυζαντινοί το όνομα «Έλληνες» ξεχασμένο και εξοβελιστέο το είχαν ως δηλωτικό ειδωλολατρίας. Δοξαστικά το επανέφερε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης με την προκήρυξη «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», λέγοντας: «Η ώρα ήλθεν! Ω, άνδρες Έλληνες!».

Τούτο, δηλαδή πότε και που άρχισε η Επανάσταση του 1821, δεν είναι η μοναδική αχλή που μας συνοδεύει 200 χρόνια τώρα. Ο Νικόλαος Γύζης περί το 1885 μάς κληροδότησε μια ωραιότατη παραστατική ελαιογραφία με τίτλο «Το Κρυφό Σχολείο», χωρίς όμως η λειτουργία κρυφών σχολείων να εδράζεται σε οποιοδήποτε ιστορικό στοιχείο. Ίσα ίσα, στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας λειτουργούσαν επίσημα ελληνικά σχολεία που ιδρύθηκαν και συντηρήθηκαν από φωτισμένους Έλληνες λόγιους, από ελληνοχριστιανικές κοινότητες και από επίσης φωτισμένους και μορφωμένους ιεράρχες, με κύριο στόχο να προετοιμάζουν στελέχη για τις ανάγκες της εκκλησίας. Έτσι φημισμένες σχολές λειτούργησαν σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο και πολλές από αυτές στην Ευρυτανία.

Αυτό ακριβώς το επίπεδο της Παιδείας που είχαν οι Έλληνες, σε συνδυασμό με την επικρατούσα ελληνική γλώσσα και το εμπόριο, στο οποίο επιδίδονταν σε όλα τα Βαλκάνια, απ΄ όπου δέχονταν σημαντικές επιρροές, ήταν το στοιχείο που τους ώθησε να πρωτοστατήσουν στα εθνικά κινήματα του 19ου αιώνα και να αποτελέσουν έτσι το πρώτο εθνικό κράτος που ξεπήδησε από τα σπλάχνα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η Φιλική Εταιρεία, μια μυστική οργάνωση εμπόρων και επιχειρηματιών της εποχής με επιρροές από τους Δεκεμβριστές της Ρωσίας, τους Καρμπονάρους της Ιταλίας, από τους Γάλλους φιλελεύθερους ριζοσπάστες και από τους Αμερικανούς επαναστάτες. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα συντάγματα που ψηφίστηκαν στις εθνοσυνελεύσεις αποτελούν μνημειώδη κείμενα πολιτικού φιλελευθερισμού και υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ωστόσο, δεν ήταν όλα ρόδινα. Στον μεγάλο ξεσηκωμό μπορεί να αναδείχθηκαν όλες οι εθνικές αρετές αλλά αναδείχθηκαν και όλα τα εθνικά κουσούρια, με αποτέλεσμα όχι μόνο η Επανάσταση να πνιγεί στο αίμα των τραγικών αδερφοφάδων, αλλά να σβήσει κιόλας με την επέλαση του Ιμπραήμ, απέναντι στην οποία λίγοι βρέθηκαν να αντισταθούν. Ευτυχώς που στο τέλος αποφάσισαν οι Μεγάλες Δυνάμεις της Εποχής ότι πρέπει να υπάρξουμε ως ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος σε αυτή τη γωνιά της γης. Άλλωστε ένα μεγάλο κύμα φιλελληνισμού είχε ξαπλωθεί σε όλη την Δύση, Ευρώπη και Αμερική, σαρώνοντας τα θέσφατα της Ιεράς Συμμαχίας του Μέτερνιχ. Και δείτε την ειρωνεία: Ελάχιστοι φιλέλληνες ήρθαν από τη Ρωσία, ο τσάρος Αλέξανδρος ήταν σφοδρός πολέμιος της Επανάστασης, παρά ταύτα όμως εμείς οι Έλληνες πιστεύουμε, κατά ένα περίεργο τρόπο, ότι οι Ρώσοι μάς βοήθησαν. Μόνο στη ναυμαχία του Ναυαρίνου πήραν μέρος με 8 πλοία.

Μια άλλη ειρωνεία είναι ότι επί σχεδόν δύο αιώνες ως κοινωνία υπηρετούμε ένα εθνικό δίπολο: Τους «πολιτικούς» και τους «στρατιωτικούς». Ας μην ξεχνάμε ότι ακριβώς αυτό το δίπολο προκάλεσε τους εμφυλίους πολέμους της Επανάστασης. Ωστόσο, ιδιαίτερα η αριστερή ιστοριογραφία (πχ. Ι. Κορδάτος), στηριζόμενη στην λαϊκιστική  διήγηση του Μακρυγάννη, καλλιέργησε την πεποίθηση ότι τάχα οι «πολιτικοί» ήταν οι κακοί. Δηλαδή σε αυτή τη σύγκρουση για την εξουσία κακός ήταν ο Μαυροκορδάτος, καλός ο Κολοκοτρώνης. Ωστόσο, ο Γέρος του Μωριά ήταν αυτός που οδήγησε την επανάσταση σε δύο κύκλους εμφυλίων με την επιδίωξη να την ελέγξει πολιτικά. Ο Κολοκοτρώνης μπήκε στη διαδικασία διεκδίκησης της εξουσίας εκ μέρους των «στρατιωτικών» στηριγμένος στο γεγονός ότι είχε νικήσει, το καλοκαίρι του 1822, τον Δράμαλη στα Δερβενάκια, κάτι που εκτίναξε το κύρος και τη δύναμη του ίδιου, αλλά και των «στρατιωτικών» απέναντι στους «πολιτικούς».

«Εδώ έχουμε μία πραγματικότητα που αξίζει προβληματισμού» λέει η καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Μαρία Ευθυμίου. «Το γεγονός δηλαδή ότι ένας άνθρωπος, ο οποίος πράγματι στα Δερβενάκια έσωσε την Επανάσταση, δρα μετά με τρόπο βλαπτικό γι’ αυτήν, όπως αργότερα έπραξε και ο Ανδρέας Μιαούλης, ο μέγιστος των Ελλήνων ναυτικών της Επανάστασης, ο οποίος, αντιπολιτευόμενος τον Καποδίστρια, έκαψε στον Πόρο τον ελληνικό στόλο το 1831».

Όπως βλέπουμε, η πορεία ποτέ δεν ήταν ούτε σήμερα είναι ευθύγραμμη. Ήταν μια ακανθώδης, δαιδαλώδης ακολουθία άλλοτε ευνοϊκών και άλλοτε δυσάρεστων γεγονότων. Η πλήρης γνώση αυτών των γεγονότων, όπως ασφαλώς και η κατανόηση των γενεσιουργών αιτίων τους, μάς διασφαλίζουν όχι μόνο την ερμηνεία τους, αλλά στοιχειοθετούν κατά το δυνατόν και τους μελλοντικούς στόχους μας ως σύγχρονο κράτος, που μετέχει στους πλέον ισχυρούς διεθνείς πολιτικούς και οικονομικούς οργανισμούς και έχει ένα πολίτευμα που εγγυάται την ελευθερία και τα ατομικά δικαιώματα όλων μας.