Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιαρας


Στο βαθμό που ο άνθρωπος απελευθερωνόταν από τον βραχνά της επιβίωσης, οι γυναίκες ασχολούνταν περισσότερο με το κέντημα και την αισθητική. Ήταν η μύηση του κοριτσιού στις εικαστικές τέχνες και τα κεντήματά του οι αντίστοιχες καλλιτεχνικές δημιουργίες του.
Το κέντημα, ως χρηστικό δημιούργημα: διακοσμούσε τα γιορτινά και τα γαμήλια ρούχα και στόλιζε τον οντά του σπιτιού. Δεν υπήρχαν ακριβοί πίνακες ή διάφορα γυφτοκρεμαστάρια. Τα στολίδια ήταν ποιήματα ευλογημένα από τα χέρια των γιαγιάδων και των μανάδων και μυρωμένα από την αγνότητα των κοριτσόπουλων του νοικοκυριού. Όταν μετέφεραν τα προικιά, κατά τη διαδικασία του γάμου, οι μούλες ποδοβολούσαν στο καλντερίμι φορτωμένες τα προικιά, την αξιότη και την παρθενιά της νύφης, με τα κεντήματα πάνω-πάνω να διανθίζουν τις μουλαρόφατσες.
Τριών ειδών κεντήματα ήξερε μια προκομένη γυναίκα. Τα πρώτα και καλλιτεχνικότερα ήταν αυτά με το βελόνι και με κλωστές είτε μάλλινες της ρόκας της ή βιομηχανικές (μουλινέ, κοτόν περλέ, βαμβακόνημα, και χρυσοκλωστές διάφορες), με ποικιλία από βελονιές (σταυροβελονιά, σταμπωτό, κομπλέν, ανεβατό και ριζοβελονιά) και μεγάλο φάσμα κεντημάτων (καρέ, σεμέν, τσεβρέδες, κοφτό κ.ά.) Δεύτερα ήταν αυτά που κεντούσε με το βελονάκι (κουρτινάκια κ.λπ.) και τρίτα ήταν τα υφαντουργικά σε μαντανίες, στρωσίδια και σακούλια.
Τέλος υπήρχαν και τα κεντήματα ερωτικής και μαγικής σημειολογίας, όπως τα κεντημένα μαντήλια και τα γαϊτάνια και βέβαια η κεντημένη ποδιά της βλάχας, που στα κεντίδια της λαλούσαν αηδόνια και πουλιά και σφάζονταν παλληκάρια.
Μία καλή και αφοσιωμένη κεντήστρα ήταν και η Αγγέλω που πολυτραγουδήθηκε:
«Αγγέλω μ΄ κρένει η μάννα σου δε ξέρω τι σε θέλει
να πας Αγγέλω μ΄ για νερό να πιούν τα παλληκάρια»
κι φρόνιμη Αγγέλω απαντούσε:
«Tα παλληκάρια κι αν διψούν νερό να παν΄ να πιούνε
εγώ θα πάω για κέντημα με τ΄ άλλα τα κορίτσια»
γιατί, όπως λέει άλλο τραγούδι:
«το κέντησμα είναι γλέντησμα».
Κάπως έτσι η πολύφρενος, και κατά τεκμήριον πολύφερνος, νύμφη φόρτωνε τις μούλες με προικιά την ιερή στιγμή του γάμου της.Πώς να μην είναι ευτυχής ο θνητός, που σμίγοντας με μια τέτοια νύμφη βίωσε στιγμές παραδείσιας αιωνιότητας και πώς να μην είναι τυχερός όταν συνεζεύχθη με μια γυναίκα δημιουργική, που μέσα της λειτούργησε πολλές φορές τον καλλιτεχνικό κύκλο των σχεδίων, των χρωμάτων και του φωτός, που οπλισμένη με ιώβειο και ήμερη υπομονή δούλευε με περισσή δεξιότητα το βελόνι στον καμβά των ερώτων της. Σχεδόν όλες οι γυναίκες έκρυβαν και σμίλευαν μέσα τους δυο βασικούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς: τον εικαστικό με τα κεντήματα και τον μουσικό με το δημοτικό τραγούδι. Αυτοί οι θησαυροί ήταν το ανεκτίμητο βάλσαμο στις πονεμένες ψυχές, είτε των δικών τους είτε των άλλων. Αυτές ήταν οι γυναίκες που αγαπιόντουσαν στο κέντημα και στο τσοπάνεμα, στο σκάψιμο και στο θέρο και βέβαια στο τραγούδι και το χορό.