Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Από τότε που σημάδεψε το μουστάκι μου θυμάμαι τον εαυτό μου στο καφενείο και να βλέπω τους μεγάλους να παίζουν κολτσίνα, που ήταν το πιο διαδεδομένο και εύκολο παιγνίδι για όλους μικρούς και μεγάλους (…μειωμένης ευφυίας), προς τιμήν του οποίου έτσι ονόμαζαν την τράπουλα. Όμως και το επίσημο όνομα αυτής «τράπουλα» ανάλογη εξέλιξη έχει. Προήλθε από ένα βενετσιάνικο χαρτοπαίγνιο με το όνομα trappola (=παγίδα, απάτη) και από κει ήρθε στη χώρα μας. 

Η χώρα καταγωγής της τράπουλας τεκμαίρεται ότι είναι η Κίνα, επειδή αυτή εφεύρε το χαρτί. Στο Βυζάντιο δεν αναφέρεται πουθενά το ίδιο και την περίοδο της τουρκοκρατίας. Με την απελευθέρωση όμως και δώθε, ως Έλληνες, στο χαρτοπαίγνιο του δώσαμε και κατάλαβε. Το λεγόμενο «Μονοπώλιο το ελληνικού κράτους» που θεσπίστηκε το 1884, ανέλαβε μονοπωλιακά την εκμετάλλευση κάποιων βασικών ειδών (αλάτι, πετρέλαιο, σπίρτα κ.ά.) των οποίων τα κέρδη έπαιρναν οι δανειστές για να ξεχρεωθούμε από το: «Δυστυχώς επτωχεύσαμε», μεταξύ των άλλων ειδών που εμπορευόταν ήταν οι τράπουλες. Από αυτό φαίνεται ότι είχαν μεγάλη ζήτηση και άφηναν πολλά κέρδη.

Η τράπουλα του μονοπωλίου διαφέρει από τις σημερινές στις φιγούρες, όπως φαίνεται στην ένθετη φωτογραφία. Η σειρά τους δεν ήταν J (βαλές), Q (ντάμα) K (ρήγας) αλλά ελληνοπρεπώς Θ (βαλές ή φάντης ή θανάσης) Κ (ντάμα, ίσως από το Κυρία) και Β (ρήγας ίσως από το Βασιλεύς). Επίσης οι φάτσες τους απέπνεαν μια ελληνικότητα και όχι δυτικές βαρονίες. Γενικά ήταν μια τράπουλα, που σεβόταν την ελληνική μας υπόσταση, όχι όμως και την ελληνική οικονομία.

Οι τράπουλες, με κείνα τα δεδομένα, ήταν ακριβές (το… χρέος απαιτούσε θυσίες! ) και επειδή στα καφενεία όλοι παίζανε χαρτιά, οι καφετζήδες εύρισκαν παλιές τράπουλες που τις χρέωναν λιγότερο. Στα σπίτια όμως όσοι ήθελαν τράπουλα πριβέ αγόραζαν καινούργια. Και στα μαγαζιά παράγγελναν καινούρια, που όμως οι παίχτες την πλήρωναν ακριβότερα. Μάλιστα όταν εμφανίστηκαν οι πλαστικές ακρίβυναν έτι περισσότερο, όμως η αίσθηση του παιγνιδιού απογειωνόταν.  Η τράπουλα νοείται ως δύο ειδών: H «μεγάλη δεσμίδα» με τα 52 φύλλα, που παίζεται ο κύριος όγκος των παιγνιδιών και η «μικρή» με τα 32, που παίζονται πολύ λιγότερα. Τα παιγνίδια με την τράπουλα είναι αμέτρητα. Η ελληνική νομοθεσία τα διακρίνει σε «τεχνικά» και «τυχερά».

Ο καφενόβιοι των βουνών αρκούνταν σε λίγα αλλά καλά παιγνίδια. Έπαιζαν πρέφα (το μόνο με τη μικρή δεσμίδα της τράπουλας), που είναι ο βασιλιάς των τεχνικών παιγνιδιών, έπαιζαν δηλωτή που ήταν περισσότερο τεχνικό και λιγότερο τυχερό. Έπαιζαν απλά παιγνίδια που απαιτούσαν, περισσότερη τύχη και λιγότερο τέχνη, όπως ξερή και κολτσίνα. Έπαιζαν τυχερά παιγνίδια όπως το κουμκάν και το θανάση και ευκαιριακά 31 και 21. Δεν έπαιζαν όμως ποτέ -κι ούτε ήξεραν- πόκα και μπριτζ.

Με βάση τα χαρτοπαίγνια που έπαιζαν έλεγαν -και λέμε- πολλές παροιμίες, όπως: «παίζω με ανοιχτά χαρτιά», «ανοίγω τα χαρτιά μου», «έχω κρυμμένο άσο στο μανίκι μου», «παίζω το τελευταίο μου χαρτί», «γκρεμίστηκε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα», «παίζει με σημαδεμένη τράπουλα», «ανακατεύω την τράπουλα», «τον πήρα πρέφα», «δεν πιάνω μπάζα (ή χαρτωσιά) μπροστά του» «έκανε γερή μπάζα», «εμφανίστηκε σαν φάντης μπαστούνι», «έχω πολλά ατού στα χέρια μου», «η πρέφα θέλει υπομονή και το πικέτο τέχνη (μόνο που κανένας δεν ήξερε πικέτο και είχαν αλλιώς ανασκευάσει την παροιμία)», «κρατάει πισινή» (από την κολτσίνα), ««όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη», «τα βρήκε μπαστούνια», «την κάναμε από κούπες», «τι σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο;», «τον πήρα πρέφα».