Στα δεκαεφτά σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής θρέφονται οι λεγεώνες των Δαιμόνων. Όλοι είναι κακοί πλην του αρχαιοελληνικού Αγαθοδαίμονος, για χάρη του οποίου έκαναν και τη σχετική πρόποση: «υπέρ αγαθού δαίμονος ποίειν».

Αρχιστράτηγος όλων των Δαιμόνων είναι ο Στυγερός Δαίμων, με πολυπληθές χαμηλόβαθμο στράτευμα, με πρώτους και καλύτερους τους χριστιανοτραφείς σατανάδες, με τα στοιχειά, τους βρικόλακες και τους δράκους, με τα χαμοδράκια, τους παρωρίτες, τα ξωτικά και τα άλλα ποικιλόμορφα φαντάσματα και τέλος τα αερικά και τις ερωτόπλαστες νεράιδες, για χάρη των οποίων πολλές φορές παραλοΐσαμε!

Κατ΄ εξαίρεση υπάρχουν οι καλικάντζαροι που δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί. Τούτοι έρχονται τα Χριστούγεννα και φεύγουν τα Φώτα και χρωματίζουν ευτραπελικά το ανέσπερο φως των γιορτών του Δωδεκαημέρου.

Πλαίσιο κειμένου: Η φωτογραφία από το ΑναγνωστικόΌπως μαθαίναμε στο Αναγνωστικό της Δ΄ Δημοτικού του 1960, ζουν στα Τάρταρα και όλον το χρόνο κόβουν το δέντρο, που στηρίζει τη γη. Τα Χριστούγεννα, λίγο πριν τελειώσουν το κόψιμο, ανεβαίνουν στη γη και την παραμονή των Φώτων λέει ο ένας στον άλλον:

«φεύγιστε να φεύγουμε γιατί έρχεται ο ζουρλόπαπας με τα ζουρλοπαίδια»

και ξανακατεβαίνουν στα Τάρταρα, όμως εκεί βρίσκουν το δέντρο της γης θρεμμένο κι αρχίζουν το κόψιμο πάλι από την αρχή, κι αυτό συμβαίνει κάθε χρόνο.

Πάντως εμείς ως παιδιά διασκεδάζαμε με τα παθήματά τους κι ακούγαμε ευφροσύνως ιστορίες για τα καλικαντζάρια, που γυρόφερναν ελεύθερα στα ποτάμια και στους μύλους, με τα στροβιλιζόμενα νερά και τα τραγούδια της φτερωτής, μακριά από κοκόρια, καμπάνες και ψαλμουδιές.

Έλεγαν ότι ένας μυλωνάς έψηνε μια σουβλισμένη πέρδικα στη χόβολη του τζακιού του και δίπλα του κάθισε ο καλικάντζαρος, ονόματι  Μαγάρας και έψηνε ένα βάτραχο. Ο πονηρός όμως μυλωνάς τον είδε και με την πυρωμένη δική του σούβλα, τον κάρφωσε στο μάτι και έφυγε σκούζοντας.

Μια άλλη φορά, ένας άλλος μυλωνάς, ξεκίνησε μεσάνυχτα από το μύλο του, με το γαϊδούρι του φορτωμένο δυο μεγάλα τσουβάλια αλεύρι, για να πάει στο χωριό. Όμως στο δρόμο μαζεύτηκαν γύρω του πολλοί καλικαντζαραίοι. Είδε καθαρά το Μαλαπέρδα, τον Κωλοβελόνη, τον Καταχανά, τον Περίδρομο, τον Κοψαχείλη, τον Κοψομεσίτη  μέχρι κι ο αρχηγός τους ο Μαντρακούκος ήταν εκεί, που τον πείραζαν και τον απειλούσαν. Τότε αυτός ανέβηκε πανωσάμαρα στο γαϊδούρι του και κρύφτηκε ανάμεσα στα τσουβάλια. Οι καλικαντζαραίοι συνέχισαν να χορεύουν γύρω-γύρω και να λένε:

«εδώ είναι ο γάιδαρος

που είν΄ ο γαϊδουριάρης;»

ώσπου πλησίασαν στο χωριό κι ακούστηκε ένας κόκορας να λαλάει και εξαφανίστηκαν.

Όσο ευχάριστες και ανάλαφρες ήταν οι καλικαντζαροϊστορίες τόσο τοξικές και δηλητηριώδεις ήταν οι άλλες με τους κακούς δαίμονες και τα φρικαλέα φαντάσματα, που διηγούνταν οι γριές τις μακριές νύχτες του χειμώνα. Ήταν οι μεταφυσικοί τρομοκράτες της ελεύθερης κατά φύσιν ζωής μας και κανένας ορθολογισμός δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει.

Όμως τα ευλογημένα καλικαντζαράκια, πολύ μας ψυχαγώγησαν και αρκετό φως κληροδότησαν στην ψυχή μας.