Αυτές οι δύο λέξεις με βασανίζουν από τη μέρα που είδα τα βίντεο με τις απρόκλητες επιθέσεις των σωμάτων ασφαλείας προς τους ειρηνικούς διαδηλωτές για το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη να κατακλύζουν τα δελτία ειδήσεων και το διαδίκτυο.

Την εποχή που πάντα μα πάντα θα βρεθεί ένα τουλάχιστον κινητό και θα καταγράψει με κάθε λεπτομέρεια συμβάντα και με την ελευθερία του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που η κάθε είδηση ‘τρέχει’ και διαχέεται στην κοινωνία με απίστευτη ταχύτητα και ευκολία, πόσο υπερφίαλη μπορεί να είναι μια εξουσία ώστε απρόκλητα να επιτίθεται σε πολίτες.

Όταν το 1999 σε μια τεράστια πορεία διαμαρτυρίας στο κέντρο της Αθήνας, όπου πραγματικά κινδυνεύαμε όλοι όσοι βρισκόμασταν εκεί, είδα μπροστά στα μάτια μου τους ‘γνωστούς άγνωστους κουκουλοφόρους’ να κρύβονται σε μια γωνιά δίπλα στα ΜΑΤ, να συνομιλούν φιλικά και να περιμένουν την κατάλληλη στιγμή να χτυπήσουν… Οπότε εμείς, 18άρηδες φοιτητές, βρεθήκαμε ανάμεσα σε δύο πυρρά που γρήγορα καταλάβαμε ότι δεν είναι και πολύ εχθρικά μεταξύ τους. Μπροστά τα ΜΑΤ χτυπούσαν απρόκλητα παππούδες και γιαγιάδες του ΚΚΕ, φοιτητές και κυρίως φοιτήτριες, ενώ πίσω ‘δούλευε’ εντατικά το παρακράτος καίγοντας και προκαλώντας χάος στην κατά τα άλλα ειρηνική πορεία.

Μεγαλώνοντας και έχοντας δει όλη αυτή την τρέλα και την αδικία που τελούσε η εκάστοτε εξουσία απέναντι στους πολίτες, δεν ξαναπήγα σε πορεία τέτοιου τύπου τουλάχιστον. Σήμερα βλέποντας τα βίντεο που κυκλοφορούν τόσο διαδεδομένα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τα σώματα ασφαλείας να περιμένουν στο κέντρο της πρωτεύουσας, σαν σε καρτέρι, τους πολίτες που απρόκλητα και απόλυτα ειρηνικά διαδήλωναν για την τραγωδία στα Τέμπη και άρχισαν να τους χτυπάν και να ρίχνουν δακρυγόνα, ένα σφίξιμο στην καρδιά με έπιασε. 

Και παρατηρώ ότι δεν είναι πια το σφίξιμο που ένιωθα τα προηγούμενα χρόνια, αυτό της ματαίωσης των πολιτικών αγώνων και των ιδεολογιών στην πολιτική ζωή του τόπου. Είναι κάτι άλλο αυτό που με πνίγει, κάτι που παρατηρώ και σε μεγάλο μέρος των Ελλήνων πια. Είναι η αγανάκτηση για την αδικία που έχει κορυφωθεί, η αντίδραση στο παράλογο, το μπούχτισμα σε όλο αυτό το ανεκδιήγητο αλαζονικό σύστημα της εκδίκησης και της ποδοπάτησης. Όλα τα επιμέρους έχουν μαζευτεί σιγά σιγά και έχουν σχηματίσει μια ολότητα που δεν είναι διαχειρίσιμη πια. Όσες προσπάθειες κι αν γίνονται από διάφορες πλευρές για αποσυμπίεση, το καζάνι έχει από καιρό βράσει κι όπου είναι τινάζεται στον αέρα…

Οι προκλήσεις τόσες πολλές που η λέξη προκλητικοί είναι πολύ μικρή για να εκφράσει το μέγεθος της ασυδοσίας. Και γιατί φτάσαμε ως εκεί; Γιατί οι Έλληνες έχουμε κοντή μνήμη. Ξεχνάμε εύκολα και μόλις λίγο μας ξεγελάσουν με μια ‘λιχουδίτσα’ μια κουτοπονηριά, είμαστε έτοιμοι να τα παραδώσουμε και να τα προδώσουμε όλα. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος του Εφιάλτη και του δοσίλογου. Υπάρχει όμως δυνατή και η παρουσία του Κατσαντώνη και της Τζαβέλαινας!