Χαρίλαος Παπαντωνίου (1867-1932)

Ο Ευρυτάνας μποέμ των ελληνικών γραμμάτων

Γεννήθηκε στο Καρπενήσι το 1867 και πέθανε στην Αθήνα το 1932 από πνευμονία. Μεγαλύτερος αδελφός του Ζαχαρία Παπαντωνίου, γιος του Λάμπρου Παπαντωνίου και της Ελένης Ηλιοκαύτου, υπήρξε δημοσιογράφος, πνευματικός άνθρωπος, καφενόβιος, τεχνοκρίτης με γλωσσικό πλούτο και οξυδέρκεια. Ο Χαρίλαος ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του δασκάλου Παύλου Παπαντωνίου, χαρακτηριστικός τύπος της φιλολογικής Αθήνας δημοσίευε συχνά με το ψευδώνυμο Ηλιόκαυτος, που ήταν το επώνυμό του παππού του από την πλευρά της μητέρας του του συμβολαιογράφου Καρπενησίου Ζαχαρία Ηλιόκαυτου.

Η αντισυμβατική και αντικομφορμιστική συμπεριφορά του καθώς και η λάμψη του πειθαρχημένου και ‘σικάτου’ αδερφού του Ζαχαρία, όχι μόνο τον οδήγησαν στο περιθώριο αλλά και αργότερα στην αφάνεια. Σήμερα είναι πολύ λιγότερο γνωστός από τον κατά δέκα χρόνια νεότερο αδελφό του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940) ο οποίος μνημονεύεται ακόμη για το παιδικό μυθιστόρημα «Τα Ψηλά Βουνά» που έγινε αναγνωστικό στο Δημοτικό σχολείο, αλλά και ως διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης. Λιγότερο γνωστός ίσως γιατί έγραφε κείμενα σε μια απαιτητική αλλά και αισθητικά απολαυστική κομψευόμενη καθαρεύουσα. Λιγότερο γνωστός καθώς τα περισσότερα σχεδιάσματα κειμένων που ξεκινούσε δεν τα τελείωνε ποτέ, παρά δημοσίευε ενίοτε ορισμένα συντομότερα στον Τύπο, επειδή -όπως γράφτηκε όταν πέθανε- δεν τον ενδιέφεραν καθόλου η φήμη, τα χρήματα, τα συμφέροντα, υποθέσεις, βλέψεις, φιλοδοξίες. Αυτή ακριβώς η στάση του ήταν και μια δήλωση, ένας ηθικός οραματισμός: ένα είδος πολιτικής και κοινωνικής αντίστασης. Έγραφε μεταξύ άλλων αξιόλογα θρησκευτικά κείμενα και τις παραμονές των μεγάλων εορτών ήταν περιζήτητος από τις εφημερίδες. Αλλά η γενική του αδιαφορία για όποια ιδέα υστεροφημίας και ο μποεμισμός του κατά μία εκτίμηση του συγγραφέα Πέτρου Χάρη, δεν τον άφησε να πάρει θέση στα ελληνικά γράμματα όπου μένει ως φευγαλέα ανάμνηση ενώ θα μπορούσε να μείνει ως εξαίρετος πεζογράφος. Αναρίθμητα χαρτάκια με σημειώσεις γέμιζαν τις τσέπες του, κι ακόμα, ένα μικρό καμινέτο και καφές και ζάχαρη, για να ψήνει το ρόφημά του όπου του έκανε κέφι.

Ο Χαρίλαος πιθανόν σα μεγαλύτερος αδελφός αποτέλεσε πρότυπο για τον Ζαχαρία παρότι ο τελευταίος θα γινόταν «θεσμικός», ενώ ο πρωτότοκος Παπαντωνίου θα διατηρούσε το πνεύμα του πιότερο νεανικό και επαναστατικό. Κάποτε οραματίστηκε πως με την έκδοση ενός ριζοσπαστικού περιοδικού – που θα δούμε σε λίγο – θα ξεσηκώσει τον κόσμο, με πρώτους τους καφενόβιους ποιητές της Αθήνας και ορισμένους κληρικούς, οδηγώντας τον ιστορικό ρου στο γεννοβόλημα ενός πανανθρώπινα δίκαιου κοινωνικού συμβολαίου.  Ήταν «μυστηριώδης, θεοκρατικός, μηδενιστής, ασκητής, ειδωλολάτρης, μέγας χριστιανός, μέγας μποέμ. Πανταχού παρών. Τύπος αιώνιος. Αθάνατος μέσα στη σκέψη μας», έγραψε στη νεκρολογία του φίλου του Χαρίλαου ο Δημήτρης Λαμπίκης. Ο τελευταίος, δημοσιογράφος, συγγραφέας και ιστοριοδίφης, διέσωσε την παρακάτω περιπέτεια του Χαρίλαου Παπαντωνίου όταν το 1912 θέλησε να εκδώσει το επαναστατικό περιοδικό «Ανατροπή». Μέσω του Λαμπίκη μαθαίνουμε ότι ο Χαρίλαος έκανε τότε παρέα με τον ποιητή Στέφανο Μαρτζώκη και τον κύκλο του: ο πρώτος ανακάλυπτε καφενεία όπου «παρέσερνε» και τους υπολοίπους να συχνάζουν, ο δεύτερος ανακάλυπτε φιλολογικά ταλέντα. Η ίδια η πρωτοβουλία της έκδοσης του περιοδικού «Ανατροπή» -η έντυπη σφαίρα βρισκόταν σε άνθηση- έρχεται σε μια περίοδο έντονης πολιτικοποίησης για τους ανθρώπους των γραμμάτων, λίγο μετά το Κίνημα στο Γουδί, την ανάδυση του Βενιζελισμού που φάνταζε προοδευτικός, καθώς και σ’ ένα κλίμα πατριωτικό μερικές ανάσες πριν τους Βαλκανικούς πολέμους. 

Σε μια άλλη διήγηση του Λαμπίρη, που εκτυλίσσεται πάλι σε ένα καφενείο, τμήμα της νεκρολογίας για τον Χαρίλαο Παπαντωνίου, περιγράφεται ο ατίθασος και προκλητικός χαρακτήρας του. Το περιστατικό διαδραματίστηκε και αυτό την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, όταν μία μέρα δύο μαυροφορεμένες κυρίες εμφανίστηκαν στο καφενείο και ζήτησαν κάποιον να τους γράψει ένα επίγραμμα για τον τάφο του ανθρώπου τους που σκοτώθηκε στον πόλεμο και τους σύστησαν τον λογοτέχνη και ποιητή Μαρτζώκη. Έκλεισαν μαζί του συμφωνία και μετά από μερικές ημέρες πήγαν να παραλάβουν γραμμένο τον στίχο αλλά ο Μαρτζώκης έλειπε. Εκεί όμως ήταν ο Παπαντωνίου. ‘‘Δεν είναι εδώ ο κύριος Μαρτζώκης;’’ ρώτησαν οι κυρίες. ‘‘Εγώ είμαι’’, απάντησε αυτός. ‘‘Εσείς είστε ο ποιητής που μιλήσαμε προχθές;’’, ξαναρώτησα έκπληκτες οι δυο κυρίες. ‘‘Πως εγώ είμαι, σας περιμένω, καθίστε μία στιγμή να καταγράψω το ποίημα’’, απάντησε και άρχισε να αλλάζει κάποιους στίχους από ένα ποίημα του Μαρτζώκη που θυμόταν παρέδωσε τους στίχους στις κύριες και έλαβε την αμοιβή που είχαν συμφωνήσει με τον Μαρτζώκη, 12 δραχμές. Σε δύο ημέρες ο Μαρτζώκης πληροφορήθηκε την πλαστοπροσωπία και είπε στον Παπαντωνίου: ‘‘Εσύ μωρέ μάτια μου δεν πληρώθηκε μοναχά εκείνους τους αναθεματισμένους καφέδες, αλλά πήρες και αποζημίωση για ψυχική οδύνη’’

Ο Χαρίλαος Παπαντωνίου δεν ήταν ένας τυχαίος στα Ελληνικά γράμματα. Όταν πέθανε δημοσιεύτηκε νεκρολογία του στο ‘Ελεύθερον Βήμα’ όπου σε περισσή τρυφερότητα περιγράφεται ο χαρακτήρας του: ‘‘Ένας διανοούμενος ακόμα εξέλιπε. Ο Χαρίλαος Παπαντωνίου. Αλλά περισσότερο από διανοούμενος ο αποθανών ήταν μία φυσιογνωμία αντιπροσωπευτική μιας ωραίας εποχής. Ένας τύπος εκλεκτός λογοτέχνης και φιλόσοφος μαζί. Η θρησκεία Τον είλκυε και είχε πίστη βαθείαν προς ό,τι εσχετίζετομε την θρησκείαν. Τα άρθρα του, αι μελέται του, ήσαν ένα κράμα φιλοσοφικού και θρησκευτικού μυστικισμού. Εγκυκλοπαιδικός όσον ολίγοι. Και καλοκάγαθος όσον ολίγοι. (…) Ολίγον μποέμ της καλής αθηναϊκής εποχής. Το γέλιον εις τα χείλη του πάντα. Έδιδε κάποτε τον φαιδρότερον τόνον εις τα πλέον σοβαρά θέματα πράγματα. Και ήτο αγαπητός ,περιζήτητος εις τον κύκλο των φίλων του. (…) Ο Παπαντωνίου ήθελε να είναι κύριος του εαυτού του. Λιτότατος εις την ζωή του, αθόρυβος εις την εργασίαν,  του αφοσιωμένος εις τα όνειρα και εις τα ιδέας του’’.

Πηγές: ΑΣΣΟΔΥΟ.GR, Περιοδικό ‘ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΩΤΙΚΑ’