ΚΑΡΠΕΝΗΣΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΤΟ 17ο ΑΙΩΝΑ !
Ο κεντρικός δρόμος της συνοικίας “Πέραν” της Πόλης όπου κύρια ζούσαν καρπενησιώτες και άλλοι ευρυτάνες !

Οικογένεια Σπόνεκ (Λελούδη)

Μια ιστορία μοιρασμένη ανάμεσα στην Ανατολική Φραγκίστα, την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα.

Αφορμή για τη μοναδική αφήγηση του κ. Δημήτρη Ευαγγελοδήμου, ήταν η αναζήτηση ιστοριών, φωτογραφιών και ντοκουμέντων για την ζωή των Ευρυτάνων που έζησαν και κυριάρχησαν στην εμπορική ζωή και στο επάγγελμα του παντοπώλη ή μπακάλη, όπως ήταν γνωστό την εποχή εκείνη το επάγγελμα, στην Κωνσταντινούπολη, μέσω της σελίδας του facebook: Μνήμες Καρπενησίου & φωτογραφίες του χθες, που αριθμεί ήδη 3.000 μέλη.

Φωτογραφίες από το Πέραν, τον πιο εμπορικό δρόμο της Πόλης, αλλά και των Ευρυτάνων της Κωνσταντινούπολης, που απέκτησαν κύρος, πλούτο και μετέφεραν πίσω στην πατρίδα τους την κοσμοπολίτικη κουλτούρα της Πόλης, ευημερία στις οικογένειές τους που παρέμειναν πίσω στην Ευρυτανία και εκατοντάδες Ευρυτάνες επιστήμονες, που ήταν απόγονοί τους και μπόρεσαν να μορφωθούν και να διακριθούν στην επιστημονική και πνευματική ζωή της χώρας.

Αφηγείται ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Ευαγγελοδήμος

Με αφορμή τη φωτογραφία της οδού Ιστικλάλ (Η Μεγάλη Οδός στο Πέραν) της Κωνσνταντινούπολης, και οι αναφορές στην μπυραρία του Σπόνεκ (VoulianaVeletza, IoannisDimitriou), ας μου επιτραπούν δυο αναφορές, η μια στους Καρπενησιώτες της Πόλης και η άλλη στην οικογένεια Σπόνεκ.

Η κοινότητα των Ευρυτάνων της Πόλης και ιδιαίτερα οι Καρπενησιώτες μπακάληδες που αποτελούσαν ένα ισχυρότατο σινάφι, έμεναν και δραστηριοποιούνταν στο Εμίνονου, το Φανάρι το Μπέγιογλου και απέναντι στο Κοράκιοϊ. Από το Καρπενήσι ξεκινούσαν για την Κωνσταντινούπολη καραβάνια με μουλάρια και καμήλες, συνοδευόμενα από έφιππους φρουρούς. Τριάντα δύο μέρες διαρκούσε το ταξίδι, γι΄ αυτό και 31 χάνια έβρισκαν μπροστά τους για να ξεκουραστούν άνθρωποι και ζώα. Αργότερα το δρομολόγιο κινούσε προς τη Στυλίδα κι΄ απ΄ εκεί με καϊκι, που έκλειναν με ναυλοσύμφωνο τραβούσαν για την πόλη. Στο βιβλίο μου «Θανάσης Καρπενησιώτης» (Εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Σταδίου 5 Αθήνα) περιγράφω αυτή την στεριανή διαδρομή, την οποία και ο ημέτερος ήρωας, που εφέτος τιμούμε τα 200 χρόνια από την εθελοθυσία του στο Σκουλένι, έκανε μόνος μόλις 12 ετών παλικαράκι!

Πάμε τώρα στον Σπόνεκ. Σας ξεναγώ από τo τελευταίο βιβλίο μου «Τα παιδιά της Βαγγελιώς – Ευαγγελοκωσταίοι, Ευαγγελοδημαίοι, Ευαγγελογεωργαίοι».  Ο προπάππους μου Μάρκος Ευαγγελοδήμος, αναζητώντας μια καλλίτερη ζωή, έφυγε από το γενέθλιο χωριό του, το Ραυτόπουλο και πήγε στο Κεράσοβο, όπου δραστηριοποιήθηκε στο εμπόριο. Εκεί παντρεύτηκε την Φωτεινή, κόρη του τοπικού μεγαλεμπόρου Νικολάου Θεόκλητου. Μια ανιψιά της Φωτεινής, κόρη του αδελφού της Γιώργου Θεόκλητου, η Αγαθούλα, παντρεύτηκε τον ανατολικοφραγκιστιανό Αχιλέα Σπόνεκ γεν. 1856), γιο του Σεραφείμ Σπόνεκ που ήταν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αχιλέας Σπόνεκ με την Αγαθούλα έκαναν δυο παιδιά:  Τον γνωστό στον Δήμο Αγραίων γιατρό Νίκο-ΦανούρηΣπόνεκ (1916-1999) και την Έλλη, δεύτερα ξαδέλφια του πατέρα μου.

Ο Σεραφείμ Σπόνεκ, ήταν επίλεκτο μέλος της παροικίας των Ευρυτάνων στην Πόλη, όπου διατηρούσε την μπυραρία «Πανόραμα» στην πλατεία Ταξίμ. Η εν λόγω μπυραρία δεν ήταν ένα απλό εστιατόριο. Σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, διαφημιζόταν ως έχον την καλλίτερη ευρωπαϊκή και ανατολίτικη κουζίνα, ενώ εκεί οι κοσμοπολίτες της Πόλης παρακολουθούσαν συχνά πυκνά αμερικάνικες και ευρωπαϊκές κινηματογραφικές ταινίες πρώτης προβολής.

Το αρχικό όνομα της οικογένειας ήταν Λελούδης. Το Σπόνεκ προέκυψε σε δύσκολες για τους Έλληνες της Πόλης εποχές με τη βοήθεια του πελάτη και φίλου του Γερμανού πρεσβευτή, που τού εξασφάλισε και τα σχετικά έγγραφα.

Ο Αχιλέας Σπόνεκ με τη γυναίκα του Αγαθούλα Θεοκλήτου έκαναν τα παιδιά τους στην Πόλη, όπου και τα μεγάλωσαν, τελειώνοντας τη βασική και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ο γιος του και δισέγγονος του Νίκου Θεόκλητου, ο Νίκος Σπόνεκ φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά ο πόλεμος του 1940 τον ανάγκασε να διακόψει και έτσι πήγε ξανά κοντά στους γονείς του στην Κωνσταντινούπολη. Όσο έμεινε εκεί, δηλαδή μέχρι την απελευθέρωση, ασχολήθηκε με την οικογενειακή επιχείρηση, δίνοντας νέα πνοή στη μπυραρία «Πανόραμα», με τις μουσικές βραδιές να δίνουν λάμψη στην κοσμική Πόλη. Μεγάλα ονόματα τραγουδιστών, όπως η Ρόζα Εσκενάζη, η Πίτσα, ο Βιδάλης, ο Νάκος Ρουμελιώτης, η Ζωζώ Νταλμάς πέρασαν από κει και άφησαν εποχή.

Ο Νίκος Σπόνεκ επέστρεψε στην Αθήνα το 1944 και τελείωσε την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Διορίστηκε αγροτικός γιατρός στο Κεράσοβο, μένοντας εκεί για πολλά χρόνια. Εκεί γνώρισε και την κατοπινή σύζυγό του Νίτσα Κουτελιά από τη Σάμο, που ήταν μαία στο ίδιο αγροτικό ιατρείο.

Ο πατέρας του Αχιλέας Σπόνεκ με την κόρη του Έλλη επέστρεψαν από την Πόλη στην Ελλάδα το 1956, αφού η ζωή των Ελλήνων εκεί είχε γίνει αφόρητη, ιδιαίτερα μετά το αιματηρό πογκρόμ που έμεινε στην ιστορία ως «Σεπτεμβριανά». Και οι δύο έμειναν στην Ανατολική Φραγκίστα έως τον θάνατό τους.

Ο Νίκος Σπόνεκ και η αδελφή του ΄Ελλη, αν και απέπνεαν την κοσμοπολίτικη αύρα της Πόλης, ήταν άνθρωποι με χιούμορ, ευπροσήγοροι, απλοί, ευαίσθητοι και γι’ αυτό αγαπητοί και στο Κεράσοβο και στη Φραγκίστα. Με τους Ευαγγελοδημαίους του Καρπενησίου είχαν πολύ στενή σχέση ως δεύτερα ξαδέλφια. Η Έλλη, φιλοξενείτο πολύ συχνά στο σπίτι του Φάνη Δ. Ευαγγελοδήμου, όπου έφερνε την ατμόσφαιρα και τα αρώματα της Πόλης:

 «Ελένη μου, τι ωραία τα κουλουράκια σου!» έλεγε στη μητέρα μας. «Αλλά τα πολίτικα κουλούρια που έκανε η μητέρα μου ήταν αξέχαστα! Έλιωναν στο στόμα και είχαν ένα άρωμα…».  «Ελένη μου, οι τηγανιτές πέστροφες είναι πεντανόστιμες, γεια στα χέρια σου! Αλλά το καλκάνι της Πόλης είχε μια αξέχαστη γεύση! Ούτε να στην περιγράψω δεν μπορώ!». «Εμείς βάζαμε πολλά μπαχάρια στα μαγειρέματά μας. Κρίμα που εδώ δεν τα συνηθίζετε».

Η μητέρα μας που πολύ αγαπούσε την Έλλη, δεν θύμωνε ποτέ. Την άφηνε να τελειώσει και έλεγε, πάντα με χαμόγελο: «Τα πολίτικα είναι νόστιμα αλλά βαριά. Τα ξέρω εγώ, από τον πατέρα μου, που κι΄ αυτός είχε μαγαζί στην Πόλη.  Προτιμώ τα υγιεινά» και… πρόσθετε μπόλικο αλάτι και πιπέρι στο πιάτο της.

Συνάμα η Έλλη, πολλά χειμωνιάτικα βράδια, μάς διηγείτο ιστορίες από την Πόλη και με τη ζεστή φωνή της μάς τραγουδούσε μαγευτικούς αμανέδες, τελειώνοντας πάντα με έναν αναστεναγμό: Αχ, η Πόλη!

Ἀνταπόκριση ἀπό τήν Πόλη στην εφ. Ὁ Ρουμελιώτης, αρ.φ. 254/12-7-1930
23/8/1925. Ο Αχιλλέας Σπόνεκ (στο κέντρο της 1ης σειράς) με υπαλλήλους του, στον κήπο του «Πανοράματος»
Ο μοναδικός εις το Πέραν Οικογενειακός κήπος «Πανόραμα» εγκαινιάζει τη νέα μουσική περίοδο για τους φίλους της εξοχής, της μουσικής, των τραγουδιών και των γοητευτικών Θεατρικών Επιθεωρήσεων με τους Ρόζα Εσκενάζι (αοιδό), Πίτσα (αοιδό), Βιδάλη (τραγουδιστή), Νάκο τον Ρουμελιώτη (δυσπερίγραπτο μόρτη) και Χριστοδούλου (κωμικό και μιμητή)