‘‘Με λένε Μιχάλη Πρωτοψάλτη και ζω στα Κύθηρα, εδώ ήταν το ταξίδι μου είμαι ιδιοκτήτης γερανοφόρου φορτηγού, με αυτό βγάζω το ψωμί μου έχω κουβαλήσει τόσα υλικά οικοδομών σε όλο το νησί, σε οικοδομές με άδεια και λαθραίες να μπει ο κόσμος σε ένα δικό του σπίτι. Παίρνω  χαρά απ’ τη δουλειά μου, τα υλικά μου έχουν ψυχή, ο ασβέστης, η άμμος, μέχρι και τα σίδερα. Προχτές στις έξι του Οκτώβρη γύρισα κουρασμένος όπως πάντα. Δεν είχα όρεξη, έβαλα ένα ποτήρι κρασί, έβγαλα τα παπούτσια μου, όλη την ημέρα στη δουλειά κουράζονται τα πόδια.

Η θάλασσα απόψε σκύλα γεννημένη, ο θεός να φυλάει όσους είναι απόψε στο έλεος της είπα και ξάπλωσα να δω τις ειδήσεις σε λίγο. Ήρθαν φωνές απ’ τη θάλασσα πολλές φωνές, ας μην καταλάβαινα τι φώναζαν ένιωσα ότι ήθελαν βοήθεια. Εκεί είναι τα βράχια ψηλάκαι κοφτερά, αθέρα. Τινάχτηκα, βγήκα πήρα τον γερανό και πήγα στη θάλασσα. Σύριζα άναψα τα φώτα και είδα ένα τσούρμο από ανθρώπους πάνω σε ένα βράχο με τα χέρια ψηλάνα ζητούν βοήθεια. Τα κύματα ήταν άγρια, θανατικά, αμέσως κρέμασα στο γάντζο, το σάκο από την άμμο κι άρχισα να ανεβάζω δυο, δυο τους ναυαγούς, τους ναυαγισμένους. Ποτέ δε είχα δουλέψει τόσο δυνατάτο γερανό. Έλεγα μέσα μου θεέ μου λίγο ακόμη βγήκαν απ τη κόλαση ογδόντα ψυχές. Οι άλλοι δεν μπόρεσαν, γυναίκες άντρες παιδιά. Ακούμπησα στο φορτηγό, η μηχανή δούλευε ακόμη σαν μάνα που προσεύχεται, έκλαψα κι έκανα το σταυρό μου. Η θάλασσα ούρλιαζε από κάτω πρώτη φορά, ζορίστηκε ο γερανός τόσο πολύ κι ας λένε ότι οι ψυχές είναι πούπουλο, είναι πιο βαριές κι από το σίδερο. Γύρισα αργά στο σπίτι, ήπια μονορούφι το ποτήρι με το κρασί, έβγαλα τα παπούτσια μουκαι ξάπλωσα. Σκέφτηκαότι υλικά είναι οι ψυχές που χτίζουνε τον κόσμο με άδεια η λαθραία. Έκανα πάλι το σταυρό μου κι αποκοιμήθηκα. Τότε αισθάνθηκα ότι δεν είχα βάρος, ήμουν σαν ένα πούπουλο εκείνο το βράδυ, δεν είδα ειδήσεις. Μην ξεχάσω να πω ότι δεν ήμουνα μοναχός μου ήταν και άλλοι από το νησί εκεί’’ (Δημήτρης Λέντζος).

Ο σύγχρονος, στεριανός Καπετάν Μιχάλης έγινε σε μια μέρα γνωστός γιατί οι φωνές που έφτασαν τ’ αυτιά του ήταν τόσο δυνατές που μπήκαν γρήγορα στην καρδιά του και γρήγορα έγιναν πράξη θαυμαστή. Λες και εξαγνίστηκε έτσι ο Καζαντζακικός ήρωας, λες και ήρθε να φωτίσει με την καρδιά του, αυτές τις σκοτεινές μέρες που ζούμε. Γιατί αρκεί και ένας μόνο άνθρωπος και η ψυχή του, να κυβερνήσουν το καράβι της ζωής για να δουν πολλές άλλες και ο κόσμος ολόκληρος, το φως.