Δια χειρός Γιάννη Καστρίτση

Ο θρύλος του Αγραφιώτη κλέφτη Κατσαντώνη παραμένει ζωντανός ως τις μέρες μας. Η προσωπικότητά του, η δράση του στα βουνά της Πίνδου, οι μάχες που έδωσε πολεμώντας τους Τούρκους και ο μαρτυρικός του θάνατος στα χέρια του Αλή Πασά, αποτέλεσαν διαχρονικά πηγή έμπνευσης για την τέχνη και την λογοτεχνία. Φέτος με αφορμή τη συμπλήρωση 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, οι ιστορικές προσωπικότητες του 1821 έρχονται πάλι στο προσκήνιο και ο Κατσαντώνης διαχρονικά αποτελεί πηγή έμπνευσης.

Οι τελευταίες στιγμές της ζωής του θρυλικού Κατσαντώνη ενέπνευσαν τον εικαστικό Γιάννη Καστρίτση, με καταγωγή από τη Δάφνη Ευρυτανίας, ο οποίος φιλοτέχνησε δυο διαφορετικές συνθέσεις γλυπτών από πηλό. Η πρώτη απεικονίζει τον Κατσαντώνη άρρωστο να παρακαλεί τον αδερφό του Χασιώτη που βρίσκονταν δίπλα του να τον σκοτώσει, πριν πέσει στα χέρια των Τούρκων και η δεύτερη απεικονίζει τον Χασιώτη πια, να παίρνει στην πλάτη του τον Κατσαντώνη μετά την προδοσία του κρησφύγετού τους, για να τον σώσει.

Το τέλος του Κατσαντώνη

Σύμφωνα με την ιστορία ο Κατσαντώνης επανερχόμενος στα Άγραφα, ήδη προσβεβλημένος από ευλογιά από παιδική ηλικία αποσύρθηκε των περιπετειών, το καλοκαίρι του 1809. Παρά τις προσπάθειες του γιατρού του, Θανάση Ντουφεκιά, η κατάσταση του ήταν μη αναστρέψιμη. Έτσι μαζί με τ΄ αδέλφια του και τεσσάρων συντρόφων του διέμενε κρυμμένος στο σπήλαιο Φούρκα της Ευρυτανίας, στο χωριό «Μοναστηράκι» των Αγράφων σε μια άγρια και δυσπρόσιτη περιοχή. Εκεί τον περιποιούνταν ο γιατρός του Ντουφεκιάς και για την ασφάλειά του άφησαν 5 κλέφτες με τον Γιώργο Χασιώτη επικεφαλής. Το πολεμικό σώμα του Κατσαντώνη ανέλαβε να διοικεί ο άλλος του αδερφός, ο Κώστας Λεπενιώτης.

Ο τόπος απόκρυψης του Κατσαντώνη, τελικά, προδόθηκε στον Αλή Πασά (από κάποιον Γκούρλια ή από έναν καλόγερο ή από μια γριά που πουλούσε βότανα για μαγγανείες ή ακόμη από έναν φίλο του Κατσαντώνη που ονομαζόταν Σιούρτας και παρά τη θέλησή του υποχώρησε ,ύστερα από βασανιστήρια). Τότε, ο Αλή Πασάς έστειλε τον έμπιστό του μουχουρντάρη (=σφραγιδοφύλακα) Άγο Βαστάρη με 800 άνδρες να τον συλλάβει. Ενώ αρχικά δεν εντοπιζόταν το σημείο απόκρυψης, κάποιοι βρήκαν τον βοσκό, ο οποίος μετά από θηριώδη βασανιστήρια αποκάλυψε το σημείο του σπηλαίου. Όταν άρχισε η πολιορκία, ο Χασιώτης άρπαξε τον αδελφό του στον ώμο και διέφυγαν. Μετά από επτά ώρες καταδίωξη, κυκλώθηκαν μέσα σε χαράδρα με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να συνθηκολογήσουν με τον Άγο Βαστάρη, ο οποίος όμως αθετώντας τον λόγο του, τους έδεσε και τους οδήγησε θριαμβευτικά στα Γιάννενα.

Ο Αλή Πασάς δέχθηκε αρχικά με ευγένεια τον Κατσαντώνη τάζοντάς του ακόμα και πατρική στοργή αν δεχόταν να του φανερώσει που είχε κρυμμένους τους περιβόητους θησαυρούς που λέγονταν πως είχε από τις πολυάριθμες λαφυραγωγήσεις και ληστείες που είχε διαπράξει, και που από τις έρευνες του μουχουρντάρη δεν βρέθηκαν στο σπήλαιο. Ο Κατσαντώνης όμως δεν απαντούσε με συνέπεια να οδηγηθεί τελικά μαζί με τον αδελφό του Χασιώτη στον ιστορικό πλάτανο όπου και υπέστη τον μαρτυρικό θάνατο δια της συντριβής των οστών του. Λέγεται ότι ο Αλή του έταξε αξιώματα και ότι θα μεριμνούσαν γιατροί του παλατιού του για την υγεία του αρκεί να προσκυνήσει, ωστόσο ο Κατσαντώνης αρνήθηκε. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου του, περιφρονητικά ακούσθηκε να λέγει μέσα σε παραλήρημα που έμεινε ιστορικό: «έρμα γρόσια, έρμα γρόσια».

Η παράδοση θέλει τον Κατσαντώνη κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου του να τραγουδά περήφανα ώστε να μη δείχνει τον πόνο του αλλά να ξεψυχάει πρώτος, εφόσον ήταν και βαριά άρρωστος, ενώ μετά από λίγο πέθανε και ο αδερφός του. Σημειώνεται ότι τον σκληρό Τουρκαλβανό Άγο Βαστάρη εκδικήθηκε για την σύλληψη του Κατσαντώνη ο Σουλιώτης Μάρκος Μπότσαρης στη μάχη του Κεφαλόβρυσου Καρπενησίου (1823), κατά την οποία τον σκότωσε ο ίδιος.

Στον απόηχο του 21 …. διά χειρός Γιάννη Καστρίτση.

‘‘…Κόψε με Γιώργο μ´ κόψε με πάρε μου το κεφάλι …’’.
Ο Χασιώτης μεταφέρει τον άρρωστο αδερφό του Κατσαντώνη λίγο πριν τους συλλάβουν οι Τούρκοι.