Γράφει ο Μάκης Φλώρος

Πρίγκηπα του Νεοελληνικού Λόγου,

Βραδιάζει στα βουνά της Ευρυτανίας….

Γεννήθηκες της Υπαπαντής,  στις 2 του Φλεβάρη του 1877,  στο Καρπενήσι.

Χαμήλωσε το Βελούχι τις κορφές του, να τις χαϊδέψει το βλέμμα σου. Αναρίγησαν τα ελάτια,  να τα υμνήσεις στα έργα σου. Φτερούγισαν οι αετοί στα όνειρά σου, σαν ροβόλησες για την Αθήνα, 13 χρονών.

Γράφτηκες στην Ιατρική, κατά πως ήθελε ο πατέρας σου Λάμπρος και η μάνα σου Ελένη Ηλιοκαύτου. Δεν την τελείωσες ποτέ! Γιατί δεν άντεχε το ηλιοπυρπολημένο μυαλό σου τη συστηματική μελέτη. Γιατί είχες τη Ρούμελη,  με την «αρχοντική ακαταδεξιά»,  για λεβεντομάνα σου.

Σε κέρδισε η δημοσιογραφία. Στα 16 σου έγραφες, ήδη,  στην Ακρόπολη του Βλάση Γαβριηλίδη. Σε μάγεψε η ζωγραφική, γιατί μέσα απ’ τα σκίτσα σου και τις γελοιογραφίες σου, έπαιζες κυνηγητό με τους ψεύτες,  τους φονιάδες, τους απατεώνες, τους κακοσιότροπους, ξεγύμνωνες την υποκρισία, τη δολιότητα, τη ματαιοδοξία, την κοιλιοδουλία τους….

Στο κιτάπι της 63 χρονης πορείας σου, υπήρξες Ποιητής, Διηγηματογράφος, Πολιτικός, Νομάρχης Κυκλάδων, Ζακύνθου, Μεσσηνίας, Διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, Καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών, Ακαδημαϊκός.

Περίλυπος είδες στα 1920, τα βιβλία σου να καίγονται στην πλατεία Συντάγματος, από τους αντιβενιζελικούς, ως αντεθνικά, οδηγούντα εις τον μπολσεβικισμόν  και αντιθρησκευτικά!

Κράτησες παιδική την καρδιά σου, ακόμα κι όταν κλεινόσουν στον εαυτό σου σε μοναχικούς περιπάτους, στηριγμένος σ’ εκείνο το λεπτό μπαστουνάκι, «γκλίτσα» το ‘λεγες,  γελώντας.   Τότε που σ’ έθλιβαν τα μικρά και ταπεινά, όλοι οι χαμόσερτοι πόθοι. Στεκόσουν με περίσκεψη μπροστά στις λέξεις σου. Δεν ήθελες να υποτιμάς τους αναγνώστες σου. Και γι’ αυτό κατά καιρούς σιωπούσες.

Δάσκαλε,

Σ’ ευχαριστούμε, γιατί μας έκανες κοινωνούς στην τραγικότητα του υπάρχειν. Συναισθανθήκαμε ήρωες, σαν τον κύριο Συνετό, που ύψωσαν μεσαιωνικά φρούρια στις ζωές τους και δεν δέχονταν συνεπιβάτες. Ειρωνευτήκαμε τμηματάρχηδες  παντοδύναμους,  ν’ ακυρώνουν, να επικυρώνουν,  να εξουσιάζουν.

Κουβεντιάσαμε με τη Γατομάτω τη γλωσσού, το στραβόμουτρο, που κοίταγε μέσα στα κλειστά σπίτια και στους λογισμούς των ανθρώπων. Με τις Μαριγούλες, τις βυθισμένες,  που άκουγαν μόνο στο «μωρή». Με Γριβόδημους,  που μην μπορώντας ν’ αλλάξουν τις αποφάσεις των παιδιών τους, να τους κάνουν νοικοκυραίους,  πέτρωναν στην άκρη του δρόμου. Με Ανθίτσες, μανάδες σταυρωμένες στα βάσανα και στις ξενοδουλειές. Με Μαντζουράνες, ανήσυχα θηλυκά, που ήσαν «διαφορετικές» και για τις οποίες γνωμάτευσαν Νομαρχαίοι και Γιατροί πως ήταν άντρες και με μια μικρή χειρουργική επέμβαση θα «απεκαθίσταντο τα πράγματα».

Αγλάϊσμα των βουνών,

ευγνώμονες εσαεί, γιατί μας ταξίδεψες με τον Φουντούλη, τον Μαθιό, τον Γιωργή, τον Γεροθανάση, τον Ζαβοπαναγή, τη βάβω τη Χάρμαινα, στα Ψηλά Βουνά, μας αποκοίμισες κάτω απ’ τ’ αστέρια,  συντροφιά με γρύλους και κυπροκούδουνα.

Καμάρι της ευρυτανικής γης,

σαν χθες, την 1η του Φλεβάρη του 1940, έσβησες, μέσα στο τραμ που σε πήγαινε να μιλήσεις στην Ακαδημία. Στις 5 τ’ απόγιομα σταμάτησες να καρδιοχτυπάς….

«Φυλακωμένη πέρδικα που κλαίει γι’ αλαργινό βουνό

δένει η ψυχή μου στο κλουβί τα νύχια της κοράλλι»

Σε πλάνεψε ο αττικός κάμπος  κι έμεινες εκεί.

Χτες , «οι Πουρναρίτες , πού  ‘χαν για επάγγελμα να ζούνε ρημάζοντας το δάσος, να γυμνώνουν ράχες ολόκληρες για να κάμουν χωράφια» βρυκολάκιασαν στη γενέτειρά σου.

Οδήγησαν το χέρι του δασάρχη να βάλει ταφόπλακα σε όσα ΕΣΥ ΥΜΝΗΣΕΣ! Να παραδώσει τ’ Άπαρτα Βουνά «στα γαμψώνυχα όρνεα της αρπαχτής». Να προδώσει την Ελβετία της Ελλάδας και να μετατρέψει το Αλπικό Τοπίο σε Κρανίου Τόπο! Σε ξέχασαν,  όλοι αυτοί που στεκόντουσαν προσοχή στ’ αποκαλυπτήρια της προτομής σου, έπλεκαν ύμνους για το Έργο σου σε βιτριναρίστικες τελετές…

Συγγραφέα των αναγνωστικών μας,

Σου δίνουμε τον λόγο της Τιμής μας, εμείς που βλέπουμε το φεγγάρι στ’ Άγραφα και ονειρευόμαστε, θα περιμένουμε τους Βαρβάρους με τους Εφιάλτες τους! Κι εσύ θα ‘σαι ανάμεσά μας να μας λες:

“ Γρηγορείτε

Φυλάξτε βάρδιες

Προστατέψτε τα δέντρα και όλους τους ανθρώπους,  όσοι θα δροσιστούν απ’  αυτά τα δέντρα,  είτε τώρα, είτε σε πενήντα κι εκατό και διακόσια χρόνια.

Όταν βρίσκωνται γεννναία παιδιά σαν εσάς,  ένα δάσος γίνεται αιώνιο και οι άνθρωποι ζουν καλύτερα τη ζωή τους “  (Ζαχαρίας Παπαντωνίου)

Ακευσώ