Γράφει ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος

Το Αφηγημα Ανηκει στη συλλογή Η οδός (1962). Τα αφηγήματα του Τάκη Κουφόπουλου εστιάζονται στην απεικόνιση εφιαλτικών ονειρικών καταστάσεων. Συνδυάζουν το παράλογο των εικόνων με τη λογική διάρθρωση του λόγου. Η εικονοποιία του παραλόγου —συγγενεύει με την υπερρεαλιστική ζωγραφική ως προς την καθαρότητα της φόρμας και τη λαμπρότητα των χρωμάτων— επιτυγχάνεται με τη σύζευξη πραγματικών και φανταστικών καταστάσεων χωρίς σαφή διαχωριστικά περιγράμματα. Οι εικόνες του απορρέουν από την καθημερινή εμπειρία και τα αδιέξοδά της. Αναγνωρίζουμε σ’ αυτές τις πικρές εμπειρίες των κατοίκων των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.

Στο αφήγημα «Σώματα και χρώματα» ένας απρόσωπος αφηγητής δίνει εικόνες των δρόμων από τη νυχτερινή ζωή μιας πόλης, η οποία δεν τοποθετείται σε συγκεκριμένο γεωγραφικό και εθνικό χώρο.

Είχε πια σκοτεινιάσει για καλά. Ένας μοχλός σε κάποιο κεντρικό σημείο ανέβηκε κι αμέσως όλα τα φώτα της πόλεως ανάψαν.

Η εργάσιμη μέρα στα μαγαζιά ή στα Δημόσια Γραφεία κοίταξε τα ρολόγια της τα καρφωμένα στον τοίχο, χάρηκε, παράτησε στα τραπέζια ανάκατα τα εμπορεύσιμα μέλη της ή τα προς έγκρισιν πεπραγμένα, έκλεισε τις πόρτες στεγανά, κατέβασε τα σιδερένια της βλέφαρα ένα ένα, τα κλείδωσε και ξεχύθηκε στη λεωφόρο.

Ήταν η ώρα του μεγάλου συνωστισμού. Η τελευταία ώρα της μέρας. Έπειτα αρχίζει η νύχτα, που πολύ λίγοι την υποπτεύονται.

Τα πεζοδρόμια γέμισαν πέλματα. Με κάλους ξερούς ή κάλους με επιθέματα. Με δάχτυλα κοκαλιάρικα, γαμψά. Με νύχια άκοπα, μαύρα. Προχώρησαν το ‘να πίσω απ’ τ’ άλλο βιαστικά, ηχώντας σκληρά στις τσιμεντένιες πλάκες του πεζοδρομίου, μέχρι που φτάσαν στη διασταύρωση. Μπροστά τους τώρα βρισκόταν η διάβαση. Γραμμές από ασβέστη καθόριζαν την κατεύθυνση.

Φώτα ηλεκτρικά καθόριζαν τον χρόνο. Τα φώτα ήταν κόκκινα. Ήταν η σειρά των μηχανών. Η σειρά των ανθρώπων είχε περάσει.

Τα πρώτα πέλματα σταμάτησαν. Τα επόμενα πλησίασαν ακόμα λίγο, πύκνωσαν, ακούμπησαν τα προηγούμενα και μεταξύ τους, και σταματήσανε κι αυτά. Σε λίγο και τα τέσσερα πεζοδρόμια γέμισαν τη διασταύρωση. Όλοι περίμεναν τα χρώματα τα ευνοϊκά για να περάσουν. Από τους άντρες μερικοί, που αισθανόντουσαν το σώμα τους πολύ βαρύ, λύγιζαν. Άλλοι το είχαν δέσει με λεπτές γραβάτες και το αιωρούσαν. Απ’ τις γυναίκες, όλες οι γυναίκες, δεν ένιωθαν κανένα κίνδυνο. Μόλις είχαν βάψει τα χείλια τους και τα έγλειψαν. Πιο κάτω, σε διάφορες γωνιές, τις περιμένανε οι φίλοι τους, ανυπόμονοι, με σκέλια πρόχειρα πλυμένα.

Τα αυτοκίνητα κατέβαιναν το δρόμο ορμητικά. Τα καθαρά κορμιά τους έσφυζαν. Οι δυνατές καρδιές τους εκρήγνυνταν κάθε στιγμή. Πολυμέταλλοι θώρακες προσπαθούσαν να τις συγκρατήσουν. Περνούσαν σε αραιωμένη διάταξη καταλαμβάνοντας όλη τη λεωφόρο. Με τις φωτεινές τους λόγχες τεντωμένες μπροστά. Με τις νικέλινες ασπίδες τους υψωμένες. Παρατεταγμένοι αστυνομικοί τους εξασφάλιζαν το δικαίωμα. Ένας μαλακός ασφάλτινος τάπητας τους απάλυνε το δρόμο.

Τώρα, πάνω στα πεζοδρόμια, οι άνθρωποι του συνωστισμού, με σηκωμένα φρύδια, απέδιδαν τιμάς. Τα σώματά τους ήταν κολλημένα. Οι καρδιές τους συγχρονίζονταν σύμφωνα με τους όρους μιας Προδιαγραφής. Ανάσαιναν όλοι ομαδικά, με το ρυθμό ενός Πενταετούς Σχεδίου. Άτριχα χέρια εξείχανε από φανέλες Θερμοζάν. Πολλά χωνόντουσαν σε μία τσέπη. Άτριχα πόδια εξείχαν από ίδια σώβρακα. Μπαίνανε το ‘να μέσα στ’ άλλο. Το κατακόρυφο φως των γλόμπων έπεφτε πάνω στα επίπεδα κεφάλια τους και τα ζέσταινε.