Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Η πρώτη μου πράξη αντίστασης στη Χούντα και στην κοινωνία της εκμετάλλευσης ήτανε… τρίχινη. Άφησα γένια, με αποτέλεσμα πρώτον να εισπράξω από γνωστούς μου δυο φορές συλλυπητήρια, γιατί νόμισαν οι άνθρωποι ότι πενθούσα και δεύτερο να βάλω σε δουλειά τους ξυρισμένους χωροφύλακες, οι οποίοι πείσθηκαν ότι «εμυήθην εις τον κομμουνισμόν». Έτσι κατάλαβα ότι η γενειοφορία σήμαινε πράξη αντίστασης, εκείνο όμως που δεν κατάλαβα ήταν τι σημαίνει η παροιμία: «ξουράφ΄ καρπενησιώτικο».

Έπειτα από χρόνια και κατόπιν… επισταμένης έρευνας κατέληξα σε τρεις εκδοχές. Πρώτη είναι η ιστορική ερμηνεία, που μας λέει ότι προήλθε επί τουρκοκρατίας, από τους Καρπενησιώτες μετανάστες στην Πόλη, οι οποίοι εμπορεύονταν ή και παρήγαγαν τα καλύτερα ξουράφια της εποχής. Δεύτερη είναι εθνολογική, δηλούσα την οξυδέρκεια των Καρπενησιωτών (δεν είναι αστείο!) και η τρίτη είναι και πάλι εθνολογική, αλλά δηλώνει κατ΄ ευφημισμό και λογοπαιγνιακώς την χοντροκοπιά και την όποια συνοδά βραδύνοια των Καρπενησιωτών.

Το ποιοτικό καρπενησιώτικο ξουράφι (λέμε τώρα!) επιτρέπει και το εξ ίσου πασίγνωστο ηρωικό καρπενησιώτικο ξύρισμα, με κρύο νερό και χωρίς σαπουνάδα. Το παλιό ξουράφι ήταν απαραίτητο σύνεργο κάθε αξιοπρεπούς και κομψευομένου ανδρός. Το τραγούδι «Οι κλέφτες από τ΄ Άγραφα» μας πληροφορεί ότι: «οι κλέφτες εξουρίζονταν» με ξυράφια μαλαματένια και στρίβαν το μουστάκι.

Σε κάθε σοβαρό χωριό υπήρχε κουρείο, όπου οι κουρείς με το ξουράφι τους ξύριζαν τελετουργικά τους άντρες της κοινότητας κάνοντας παρεμπιπτόντως κι ένα καθάρισμα αυχένος. Έτσι έβλεπες την Κυριακή αγροίκους τσοπαναραίους φρεσκοξυρισμένους, αυχενοκαθαρισμένους και σενιαρισμένους να παρακολουθούν με περισσή ευλάβεια τη Θεία Λειτουργία ή να κρασοπίνουν στο καφενείο. Εμείς ως αγένειοι και αμούστακοι έφηβοι γευτήκαμε τις κουρευτικές περιποιήσεις του κουρέα του χωριού, μ΄ εκείνη την απόκοσμη μυρωδιά της πούδρας και το μπριλ κρίμ ή το μπριγιόλ, που λάδωνε τα μαλλιά και χτενισμένα φαίνονταν λες και τα ΄γλυψε γελάδα! Στη συνέχεια ως γενειοφόροι, ακούρευτοι και ψιλοαντιστασιακοί γευτήκαμε τις ασφαλίτικες περιποιήσεις.

Εμείς, της γενιάς του ΄50, δεν ζήσαμε τις μεγάλες ξυριστικές λεπίδες, με τις οποίες δύσκολα ξυριζόταν κανείς μόνος του, γι΄ αυτό και πήγαιναν στο κουρέα κι όχι από ευδαιμονισμό ή ματαιοδοξία ή γιατί τους περίσσευαν τα λεφτά και δεν είδαμε να τα τροχίζουν στα λουριά. Είμαστε τα παιδιά της δεύτερης γενιάς των ξυριστικών, με την ξυριστική μηχανή και το αυτοτελές ξυράφι της. Μ΄ αυτή ξυριστήκαμε ως εν εξελίξει βαρβάτα και μ΄ αυτήν κάναμε τα πρώτα κοψίματά μας. Μετά από λίγο όμως γλυτώσαμε, γιατί εμφανίστηκε η τρίτη γενιά ξυραφιών, που υπάρχουν ως σήμερα. Μ΄ αυτά δεν ξυρίσαμε μόνο εμείς οριστικά τις εφηβικές μας τρίχες, αλλά και οι κοπέλες την παραπανίσια τριχοφυΐα τους. Όμως και τούτη η γενιά ξυραφιών, με την εμφάνιση των τέλειων κουρευτικών μηχανών και την επικράτηση του… ατελούς ξυρίσματος,  μάλλον πάνε για το χρονοντούλαπο της ιστορίας. 

Προσωπικά, με την όψιμη γενειοφορία μου, ελπίζω να κατασταλάξω στο τελευταίο μου λουκ, εναρμονισμένο με τις γεροντικές –τρόπος του λέγειν!- ψυχοπνευματικές μου ωδίνες, αλλά και των μεταμοντέρνων επιταγών.