ΟΙ ΓΟΥΡΝΕΣ ΚΑΙ Τ΄ ΑΥΛΑΚΙΑ

Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Ο κάθε κυνηγημένος, που κατέφευγε στα ευρυτανικά βουνά της ελευθερίας του, φώλιαζε «ως έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων». Εκεί το «ζείδωρον ύδωρ» ξεδίψαγε αυτόν και τα χωράφια αυτού.

Η Ευρυτανία –όπως υποδηλώνει και τ΄ όνομά της -είναι εύρυτος χώρα, δηλαδή τόπος πολλών και καλοτρεχούμενων νερών.

Τα νερά που ανάβλυζαν δίπλα στα χωράφια οι Ευρυτάνες με περισσή εξυπνάδα, φροντίδα κι αγάπη τα εκμεταλλεύονταν για άρδευση. Όσο λίγο και νάταν το μάζευαν σε μια γούρνα. Αυτή ήταν ένας λάκκος, με χτισμένο το τμήμα της απολυταριάς, δηλαδή της τρύπας εκροής του νερού. Κάθε χρόνο την καθάριζαν και -συνήθως- κάθε μέρα την απόλαγαν, ξεβουλώνοντας την με το απολυταρόξυλο.

Οι γούρνες ήταν μικροί υδροβιότοποι με ειδική αξιοπρόσεχτη πανίδα και χλωρίδα. Ήταν επίσης μια πρόχειρη κολυμβητική πισίνα για λασπόλουτρα των ξαναμμένων αγροτόπαιδων και των κουταβιών, που πετάγανε μέσα για πλάκα.

Εικόνα που περιέχει δέντρο, υπαίθριος, χλόη, βουνό

Περιγραφή που δημιουργήθηκε αυτόματαΌμως τα περισσότερα νερά της ευρύτου Ευρυτανίας ανάβλυζαν εκεί που δεν έπρεπε και πήγαιναν χαμένα στα ρέματα και στα ποτάμια. Αυτά τα εκμεταλλεύονταν φτιάχνοντας μεγάλα –για την εποχή- χωμάτινα αυλάκια, που έφερναν το νερό από χιλιόμετρα μακριά. Η υδροληψία γινόταν με την δέση, δηλαδή το αντίστοιχο έργο. Σε δύσκολα βραχώδη περάσματα περνούσαν το νερό πάνω σε εναέριες κατασκευές, τα κρεβάτια όπως έλεγαν. Κάθε χρόνο την άνοιξη δούλευαν όλοι μαζί, έφτιαχναν τη δέση και καθάριζαν τ΄ αυλάκια και όλο το καλοκαίρι ο νεροφόρος έβαζε σειρά στα ποτίσματα και μόνιμα περπατούσε μέσα στο αυλάκι για να θολώνει το νερό, ώστε να σχηματίζεται η επιφανειακή γάνα, που το στεγανοποιούσε. Οι άνθρωποι πότιζαν νυχθημερόν, γιατί δεν έπρεπε να πηγαίνει χαμένη ούτε σταγόνα νερό

Τ΄ αυλάκια έφτιαχναν κι αυτά το μικρό τους υδροβιότοπο, με βασικότερη τη χλωρασιά, που φύτρωνε στις όχθες τους και που ήταν τόπος για ένα καλό παραβόλιασμα (ειδική βοσκή) των αγελάδων, με βουλωμένα τα τσοκάνια για να μην ακούνε: o νεροφόρος, ο αγροφύλακας κι οι ρουφιάνοι. Πολλές φορές, τα μικρού μήκους αυλάκια, ήταν και περιστασιακό ιχθυοτροφείο, όταν κάποιες πέστροφες έχαναν το δρόμο τους, έμπαιναν στ΄ αυλάκι, κατέληγαν στο χωράφι κι από κει στο τηγάνι του γεωργού.

Τότε, και από την εποχή του Ρωμαϊκού Δικαίου, το νερό ήταν δημόσιο αγαθό και κανένας δεν μπορούσε να το φράξει και να το πάρει. Όμως σήμερα πολλοί αετονύχηδες ιδιοποιούνται διάφορες πηγές, αφού ταΐσουν τα στόματα των αρμοδίων και φράξουν τα στόματα των λίγων αιθεροβαμόνων, που ενδιαφέρονται για το δημόσιο χαρακτήρα τους.

Είναι φανερό ότι πολύ γρήγορα θα διψάσουμε από την λαίλαπα της ιδιωτικοποίησης των πάντων.