Του Γιάννη Δημ. Υφαντόπουλου                                         

Φιλόλογου Λυκειάρχη – Ιστορικού

και Προέδρου του Συλλόγου των Απανταχού

Καστανιωτών Ευρυτανίας  “Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ”

            Κόντευαν Χριστούγεννα του 1957 και ένα πυκνό χιόνι – πραγματικό φαρμάκι, απ’ το Βοριά και τον Αι-λιώτη (ανατολικό άνεμο), όπως τον έλεγαν οι μεγαλύτεροι – είχε σκεπάσει τα πάντα στο χωριό μας και είχε φθάσει μέχρι τις όχθες του Κρικελοπόταμου. Κι εμείς τα παιδιά, που πηγαίναμε στο 2θέσιο τότε Δημοτικό Σχολείο του χωριού μας και ήμασταν περισσότερα από 120, δε βλέπαμε την ώρα να σταματήσουν τα μαθήματα για να περάσουμε δεκαπέντε ημέρες ξέγνοιαστες, παίζοντας και κυνηγώντας με λάστιχα (σφεντόνες) και πλάκες (παγίδες), αλλά κυρίως με τα αγκίστρια που ήταν και το πιο προσφιλές και το πιο αποδοτικό μέσο κυνηγίου εκείνο τον καιρό για μικρούς και μεγάλους.

            Το Σχολείο λειτουργούσε κανονικά. Μόνο τα παιδιά που έρχονταν από τις Γούρνες και το Κακαβάκι απουσίαζαν μια-δυο ημέρες. Οι δρόμοι άνοιξαν αμέσως, γιατί ο κάθε Καστανιώτης εκείνο τον καιρό ήταν υπεύθυνος για τη συντήρηση και το ξεχιόνισμα του τμήματος του δρόμου που του ανήκε και ήταν υπεύθυνος, είτε ο ίδιος, καταβάλλοντας προσωπική εργασία, είτε πληρώνοντας – όσοι δεν μπορούσαν – κάποιο εργάτη για τη δουλειά αυτή. Υπήρχαν βέβαια και εκείνοι που είχαν τα ζωντανά τους στο Παλιοχώρι, στου Παπούλη το χωράφι, στον Τρόχαλο, στο Σπάρτο, στις Λογγιές στο Ποτάμι, στου Αβδή τη Βρύση, την Αγριπιδιά και αλλού, που φρόντιζαν να ξεχιονίσουν τους δρόμους αμέσως για να έχουν εύκολη πρόσβαση στα μαντριά που ξεχειμώνιαζαν τα ζωντανά τους.

Το Δημοτικό Σχολείο του χωριού μας που έκτισαν οι παππούδες μας με χρήματα που έστειλαν από την Κωνσταντινούπολη, όπου είχαν εγκατασταθεί επαγγελματικά. Σ’ αυτό το Σχολείο μάθαμε γράμματα όλοι οι Καστανιώτες για ένα (περίπου) αιώνα. (Φωτογραφία Ζαχ. Ζηνέλη).

            Όλοι οι άλλοι μαθητές από τ ο Λιναράκι και την Καστανούλα, τους Κήπους και το Στενό, αλλά και από τα μακρινά Χάνια, τα Μπαλτόπουλα, βαδίζοντας δυο και τρεις ώρες το πρωί και άλλες τόσες το μεσημέρι, με το ξύλο στη μασχάλη για τη σόμπα του σχολείου καθημερινά – χωρίς απουσίες – έδιναν το παρών για να μάθουμε όλοι μας γράμματα, άλλος πιο πολλά και άλλος λιγότερα, ανάλογα με τις δυνατότητες και την οικογενειακή ευχέρεια της οικογενείας του.

            Δάσκαλοί μας εκείνοι την χρονιά ήταν ο αείμνηστος Νικόλαος Πέχαςπου  εκείνο το χρόνο βγήκε στη σύνταξη, ύστερα από 35 χρόνια ευδόκιμης υπηρεσίας, συμπληρωμένης όλης στο χωριό μας από τότε που διορίστηκε και ο γαμπρός του, αείμνηστος και αυτός εδώ και δύο χρόνια, Κωνσταντίνος Λάζος, από το Στένωμα, ο πιο αγαπητός μας δάσκαλος που μας έμαθε γράμματα και μας καθοδηγούσε πάντα να γίνουμε σωστοί και ολοκληρωμένοι άνθρωποι, χρήσιμοι στον εαυτό μας, στους δικούς μας και σ’ ολόκληρη την κοινωνία.

            Στις 21, λοιπόν του Δεκέμβρη του 1957, ξαφνικά, κατά τις 11 το πρωί, η μακαρίτισσα σήμερα, η θεία Ρίνα Κουτρούμπα φώναξε από το σπίτι της και ζήτησε το δάσκαλο. –Δάσκαλε, ε, Δάσκαλε! Άκου να δεις! Ήρθε τηλεγράφημα να πάει ένα ζώο στο Γαύρο αύριο  να φέρει τον Επιθεωρητή.

            Στο άκουσμα της είδησης αυτής παγώσαμε και αγανακτήσαμε όλοι. Τι το’ θελε και αυτός να έρθει για επιθεώρηση την τελευταία ημέρα που σταματάμε τα μαθήματα για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά; Χάθηκε ο άλλος χρόνος να έρθει μια άλλη φορά; Ποιος διαβάζει τώρα Γραμματική, Αριθμητική και ορθογραφία;

            Μ’ αυτές τις απορίες και τα ερωτηματικά σχολάσαμε το μεσημέρι της 21ης του Δεκέμβρη και πήραμε το δρόμο της επιστροφής, ο καθένας μας, για το σπίτι του. Την επομένη ημέρα 22 του Δεκέμβρη το μεσημέρι, όταν γυρίζαμε απ’ το Σχολείο στα σπίτια μας, είδαμε στα Κρεβατάκια – μέσα σε ένα κατάλευκο τοπίο – τον μπάρμπα Βαγγέλη το Βαστάκη ή τον μπάρμπα – Τάκη το Δαλακώστα, δε θυμούμαι ποιον, να φέρνει τον Επιθεωρητή καβάλα στο μουλάρι του και να τον πηγαίνει στο σπίτι των δασκάλων μας, στον Πέρα -Μαχαλά. Θέλοντας να βγάλουμε ασπροπρόσωπους τους δασκάλους, με βαριά όμως καρδιά, γεμάτη αγανάκτηση, προετοιμαστήκαμε για την επόμενη ημέρα.

            Νωρίς-νωρίς πήγαμε στο σχολείο και ανάψαμε τις σόμπες. Σε λίγο ήρθαν και οι δάσκαλοί μας με τον επιθεωρητή, ένα γεροδεμένο πενηντάρη με γυαλιά και σγουρά -αν θυμάμαι καλά – μαλλιά που φορούσε ένα μακρύ σκούρο μπλε παλτό και ένα μακρύ πλεκτό βυσσινί κασκόλ στο λαιμό του. Στα πόδια του φορούσε καφέ δερμάτινα άρβυλα, ψηλά, με καρφιά από κάτω.

            Τον καλημερίσαμε και τον καλωσορίσαμε στο χωριό μας και μας ανταπέδωσε και αυτός το χαιρετισμό μας, ευχαριστώντας μας για το καλωσόρισμα. Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι και μπήκαμε στις τάξεις για μάθημα. Καθίσαμε στα θρανία μας και κάναμε προσευχή μέσα στην αίθουσα, γιατί η αυλή ήταν γεμάτη χιόνι. Μόνο ο χιονάνθρωπος, που με περισσή επιμέλεια είχαμε φτιάξει τις προηγούμενες ημέρες, στεκόταν επιβλητικός, στο μέσο της αυλής. Ύστερα βγάλαμε τα αναγνωστικά μας πρώτα για την ανάγνωση και την ορθογραφία.

            Τότε ο Επιθεωρητής πήρε το λόγο:

            –Αγαπητά μου παιδιά, μας είπε. Σήμερα θα κάνουμε ένα διαφορετικό μάθημα. Ξεχάστε το πρόγραμμα που έχετε. Σήμερα θα μιλήσουμε για τη Γέννηση του Χριστού μας που γιορτάζουμε σε δυο ημέρες και θα τραγουδήσουμε Χριστουγεννιάτικα τραγούδια και τραγούδια για τον καινούριο χρόνο.

            Χαρά και έκπληξη μας κυρίευσε όλους. Άλλωστε το απαιτούσε και η μέρα. Ήταν η τελευταία ημέρα πριν τις διακοπές και κανένας μας δεν είχε όρεξη για μάθημα Μας ρώτησε πού και πότε γεννήθηκε ο Χριστός μας και τι ξέρουμε για  την Αγία Γέννησή του; Κι όταν εμείς (πότε ο ένας και πότε ο άλλος)του απαντήσαμε, εκείνος μας έψαλλε το απολυτίκιο των Χριστουγέννων «Η Γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών…» και στη συνέχεια το Κοντάκιο της Εορτής: «Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει/και η Γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει….». Μας ζήτησε μάλιστα να τα ψάλουμε και εμείς, πρώτα μαζί του και ύστερα μόνοι μας.

            Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές, θόρυβος και ποδοβολητό και άνοιξε η πόρτα του σχολείου. Εκείνη την ώρα έφθασαν τα παιδιά που έρχονταν από τις Γούρνες και το Κακαβάκι και ήταν περισσότερα από 15. Είχαν κρεμασμένες στους ώμους τους τις πάνινες ή υφαντές σάκες τους, μαρούδες τις λέγαμε και μέσα σ’ αυτές τα λιγοστά βιβλία τους και τετράδια και τυλιγμένο σε λαχανόφυλλο λίγο τυρί ή ξυνοτύρι, λίγη μπομπότα και κανένα αυγό βραστό για να ψυχοπιαστούν και να έχουν δυνάμεις να γυρίσουν, πεζοπορώντας μάλιστα δύο και πλέον ώρες δρόμο, το μεσημέρι στα σπίτια τους, μετά το τέλος των μαθημάτων.

Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα Ο ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, αρ. φ. 107 ΟΚΤ ΝΟΕ ΔΕΚ 2005. Αρχείο και ψηφιακή επεξεργασία: Ζαχ. Ζηνέλης.