Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Αυτήν την εποχή δυο κατηγορίες εμβίων όντων με απασχολούν. Είναι τα αδέσποτα που συμπάσχω και συμπονώ και οι διάφορες κυρίες, που συντάσσονται στις διάφορες φιλοζωικές οργανώσεις ή δρουν κατά μόνας, οι οποίες αποπνέουν μια δημιουργική ιλαρότητα.

Τα πρώτα ψοφάνε νηστικά και δαρμένα στα σοκάκια και στους σκουπιδοτενεκέδες, και επειδή και γω πολλάκις “επλανήθην εν ερημίαις και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης” που θα έλεγε ο απόστολος Παύλος, γι΄ αυτό και συμπάσχω μαζί τους. 

Όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με τις φιλόζωες (ή και ζωόφιλες) κυρίες. Αυτές –οι περισσότερες- εν αμεριμνησία και απερισκεψία και εγωκεντρισμό και ηδονική τρυφηλότητα διήλθον τον βίον τους και προϊόντος του χρόνου απιθώνουν το απόθεμα της αξόδευτης αγάπης τους στα δυστυχή αδέσποτα. 

Όταν η ζωή ήταν εναρμονισμένη –κατά το μάλλον ή ήττον- με τη φυσική τάξη, όλα τα σπίτια είχανε σκύλους και γάτες. Δυο ζώα πρωτίστως χρήσιμα και δευτερευόντως ψυχαγωγικά.

Έργο τους ήταν security οι μεν ποντικοκυνηγοί οι δε και πάρεργό τους η συνοδεία στ΄ αφεντικά τους. Υποδείγματα φιλίας και ευγνωμοσύνης οι μεν προσωποποίηση της μητρότητας και του εγωκεντρισμού οι δε. Ένας σκύλος για το αφεντικό του, που τον περιποιείται, λέει: “Είναι θεός” ενώ αντίστοιχα η γάτα λέει: “Είμαι θεά”.

Οι φύσει αδέσποτοι κοπρίτες, ημίαιμα λέγονται στην ρατσιστική λογική μας, είναι όντως γεννήματα της φύσης, η οποία μόνο τέτοιους ξέρει να γεννά, ως σύνθεση και δημιουργία απίθανων συνδυασμών και επιλογών. Τα καθαρόαιμα, επί της ουσίας δεν τα καταλαβαίνω. Εδώ όπως πάμε μετά από κάποιες χιλιετίες όλοι οι άνθρωποι θα είναι μιγάδες.

Πάντως η πόλη μας (έτσι θα τη λέμε έως ότου εκπέσει κεφαλοχώρι) έχει γίνει χώρος εγκατάλειψης τέτοιων αξιοζήλευτων καθαρόαιμων, αλλά και “εξευγενισμένων” ημίαιμων, που ο κάθε μερακλής του αστικού χώρου το αγοράζει κουτάβι και αφού, μέχρι να μεγαλώσει, του φάει όλον τον προϋπολογισμό του κι αυτός φάει ένα βουνό σκυλόσκατα, το φέρνει εδώ και το εγκαταλείπει. Πολλά απ΄ αυτά έγιναν εμβληματικές φιγούρες της πλατείας, μέχρις ότου τα ευθανατίσει κάποιος φιλεύσπλαχνος μπόγιας.

Ένας τέτοιος ήταν παλιότερα ο “λέων της πλατείας”, ο οποίος πλήρωσε αρκετές αμαρτίες της φυλής του, από το ιερό ζεμάτισμα στην Αγία Τριάδα μέχρι την κουτσαμάρα που περιέφερε στην πλατεία, ώσπου ετελειώθη με –μάλλον- καμιά νόστιμη και υγιεινή φόλα.

Τέλος οι γάτες παρά τις εφτάψυχες προδιαγραφές τους (εννιάψυχες κατά την αλβανική θυμοσοφία είναι οι γυναίκες) κι αυτές τραβάνε των παθών τους των τάραχο μέχρι να ψοφήσουν σε κάποιον σκουπιδοτενεκέ. 

Αγαπώ τους αδέσποτους κοπρίτες γιατί είναι παιδιά ενός άγνωστου περιπλανώμενου εραστή και μιας σκύλας μάνας. Είναι οι ρεμπέτες του είδους. Πείνασαν και δίψασαν, εραβδίσθησαν και ελιθάσθησαν, γι΄ αυτό αγαπούν και υπομένουν, πειθαρχούν και αλητεύουν, συμπονούν και δαγκώνουν. Το μόνο που θέλουν είναι λίγη αγάπη, ένα κομμάτι ψωμί κι ένα σκυλοκούτι για τις παγωμένες χειμωνιάτικες νύχτες.