Ο σύντροφος είναι η πιο παρεξηγημένη αλλά και προδομένη λέξη. Εν ονόματι της συντροφικότητας έχουν συντελεστεί πολλά εγκλήματα από ελαφρά έως ιδιαζόντως ειδεχθή. Όμως το συντρόφι ήταν και είναι πάντα πιστό στην αποστολή του, να αποκρύπτει τις ασχημοσύνες μας και να περιφρουρεί τις όποιες ευαίσθητες περιοχές μας.

Είναι το βρακί.

Η τεράστια σημασία του βρακιού καταφαίνεται από τις πολλές και γαργαλιστικές παροιμίες που το έχουν σαν κυρίως θέμα τους. “Kώλος και βρακί” είναι η πιο συνηθισμένη. Ακολουθεί η άλλη “δεν έχει βρακί στον κώλο του”. Η άλλη “τα μεταξωτά βρακιά θέλουν επιδέξιους κώλους”. Γαργαλιέμαι και γω να αναφέρω αυτή που λέει: “Άβρακος βρακί δεν είχε, είδε το βρακί και χέστηκε”.

Καλή και χρυσή ήταν παραδοσιακή υφαντουργία και το πλέξιμο, όμως με τα μάλλινα ποιήματά τους, από εγχώριο πρόβειο μαλλί, δεινοπαθούσε η σάρκα όταν αυτή ήταν υποχρεωμένη να δεχτεί την μάλλινη κορμοφάνελα και το συντρόφι.

Οι περισσότεροι από μας εκμετρήσαμε τα πρώτα δεκαπέντε καλοκαίρια της αβροδίαιτης ζωής μας, φορώντας κατάσαρκα τη άγρια μάλλινη πλεχτή κορμοφάνελλα, συνήθως από αρνόκρα και όχι από βροντοτριχιασμένο μαλλί στερφοπροβατίνων. Αυτή μας προστάτευε από πλευρίτιδες και πνευμονίες λόγω των καλοκαιρινών ιδρωμάτων και του κρύου αέρα των βουνών. Ηπειρωτικό κλίμα γαρ. Σήμερα ούτε επαγγελματίας φακίρης δεν θα μπορούσε να τη φορέσει. Τα ευαίσθητα όμως αχαμνά μας δεν ταλαιπωρήθηκαν από πλεχτά μάλλινα. Αυτή την ταλαιπωρία, από συγκάματα κ.λπ. ήθελαν να αποφύγουν οι αεικίνητοι Κατσαντωναίοι και δε φόραγαν σώβρακα.

Άλλος όμως ήταν ο λόγος που ο Θανάσης δε φόραγε σώβρακο. Ήταν στον εμφύλιο που οι αντάρτες του Δ.Σ. για να ντύσουνε τους μαχητές τους, μαζεύανε ρούχα από τους χωριάτες, Βλέπουνε λοιπόν το Θανάση με ένα καινούργιο στρατιωτικό παντελόνι και του λένε: “βγάλτο, κατάσχεται!” και τους λέει: “Ρε παιδιά δε φοράω σώβρακο, να πάω σπίτι ν΄ αλλάξω και θα σας το φέρω”. Όπερ και εγένετο.

Όμως άνευρο και άψυχο το παρόν κείμενο, αν δεν γίνει μνεία για τα γυναικεία βρακιά. Τεκτονικές αναταράξεις επιφέρει η κλειδαροτρυπική θέα ενός γυναικείου βρακιού.

Οι γυναίκες στον τόπο μας, συνήθως δε φοράγανε βρακί και κατούραγαν όρθιες. Τεκμήριο ατράνταχτο της αβρακοσύνης της γυναίκας, και της αγραμματοσύνης του υπενωμοτάρχη της Ματαράγκας Νικ. Παπακωνσταντίνου είναι η διαταγή που εξέδωσε στις 8 Δεκεμβρίου 1907 και η οποία μεταξύ των άλλων διέτασσε: “….Ίδα πολλές γυνέκες να πιάνουν τη σιγκούνα μετά του υποκαμίσου να το τραβούν πρό το έμπροσθεν να ανίγουν τα πόδια και να ουρούν ορθίος. Το τιούτον είναι απαράδεκτο και πρέπη άνεφ χρονοτριβίς να τις βρακόσετε άπαξ και διαπαντός”.

Αυτές ήταν οι καραγκούνες του κάμπου, την ίδια εποχή οι αντίστοιχες ορεσίβιες ήταν οι “καψομούνες” των καρδιτσιώτικων Αγράφων, που τσιτσέλωναν στο μπουχαρί και οι σπίθες τσιτσίριζαν το πλούσιο τριχάρι τους. Αξίζει όμως να τονιστεί, όπως αναφέρεται στη κλασσική μαιευτική του Λούρου, ότι από τότε που οι γυναίκες βρακώθηκαν και πλύθηκαν (και τελευταία αποτριχώθηκαν) στο επίκεντρο της βρακωμένης περιοχής, πλήθυναν τα γυναικολογικά προβλήματα.