Χρονογραφήματα

1697

Η υφάντρα

Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Μπαίνοντας ο χειμώνας η γυναίκα προσανατολιζόταν στα υφαντουργικά της έργα. Αλλοίμονο στο νοικοκύρη, που η γυναίκα του ήταν οκνή, άτεχνη κι αχαΐρευτη.

Ποιητής και πρωταγωνιστής της ευρυτανικής κλωστοϋφαντουργίας ήταν η άοκνη μέλισσα του νοικοκυριού, η γυναίκα σ΄ όλες τις μορφές της ήτοι ως χαρίεσσα παιδούλα, ως μεστωμένη μάνα και ως πολύπειρη γιαγιά.

Κατά τον Όμηρο τα κύρια έργα της γυναίκας έπρεπε να είναι η ηλακάτη (ρόκα) και ο ιστός (αργαλειός). Τούτο κρατήθηκε ζωντανό και αδιατάρακτο μέχρι τις μέρες μας.

Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς έγραφε ότι οι γυναίκες πρέπει να σηκώνονται νύχτα και να ασχολούνται με την ταλασίαν (επεξεργασία μαλλιών), πράγμα που εμείς, η πρώτη μεταπολεμική γενιά, το ζήσαμε με τις μανάδες μας σ΄ όλη του τη μεγαλοπρέπεια.

Στο έπος του Διγενή αναφέρεται ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να πολεμάνε, “αλλά να πιχειρίζονται τη ρόκα και λανάρι / να κάθονται στα σπίτια των να κλώθουν να κεντούσι”. Η μέλλουσα νύμφη, εκτός από σώφρων, έπρεπε να είναι και “περί τον ιστόν (αργαλειό) πεπαιδευμένη” μας έλεγε ο Βυζαντινός Λιβάνιος. Τα δημοτικά μας τραγούδια απαιτούν από τη γυναίκα: “να ξέρει ρόκα κι αργαλειό, να ξέρει να υφαίνει”.

H γυναίκα, από μικρό κοριτσάκι ως τα βαθιά γεράματα, ήταν δεμένη με τις υφαντουργικές εργασίες.  “Τάκου –τάκου” χτυπούσε νύχτα και μέρα ο αργαλειός, λες και ήταν η καρδιά του νοικοκυριού. “Τάκου κι έρχεται ο καλός μου” τραγουδούσε και χτυπούσε η καρδιά της υφάντρας. Το “τάκου – τάκου” του αργαλειού δεν ήταν ένας απλός και χαμηλόσυχνος ήχος της υφαντουργίας ήταν παράλληλα και κι ένας μυστικός και μυστηριακός ήχος της ερωτικής συνεύρεσης και δημιουργίας.

Η γυναίκα ποτέ δεν καθόταν άπραγη και στην ώρα της ξεκούρασης θα έπλεκε ή θα έγνεθε. Ο Ζαχ. Παπαντωνίου μας λέει ότι «η γιαγιά η βαβά τ΄» θέλοντας να τελειώσει το γνέσιμό, ξεγέλασε ακόμα και το χάρο κι έτσι: “η αφιντιάτ΄ς / γνέθ΄ κι θα γνέθ΄ ικιά κοντά στ΄ φουτιάτ΄ς”.

Η εγχώρια πρώτη ύλη (υφαντικές ίνες) της ευρυτανικής κλωστοϋφαντουργίας ήταν αποκλειστικά τα μαλλιά (πρόβεια ή τράγια). Εκτός από το μαλλί συνηθισμένη ήταν η χρήση εισαγόμενων βαμβακερών νημάτων, κυρίως για στημόνι. Τα παραγόμενα υφάσματα ήτανε τύπου “ταφτά” δηλ. περνούσαν όλα τα νήματα του υφαδιού εναλλασσόμενα πάνω και κάτω από τα νήματα του στημονιού και αναστρεφόταν η σειρά του υφαδιού στην επόμενη σειρά.

Θεωρούνταν απρέπεια και ντροπή να ντύνεται η νοικοκυρά και οι οικείοι της με αγορασμένα υφάσματα. Τον άντρα και τα παιδιά, έπρεπε να ζεσταίνουν τα χέρια και τα ποιήματα της ευρυτάνισσας συζύγου και μάνας. Πολλοί από μας, που ως παιδιά κοιμόμασταν σε κάμαρες πανταχόθεν διάτρητες, η άμυνά μας στο ροβόχιονο, που έφερνε το νυχτερινό ανεμοσούρι, ήταν ένα καλοϋφαμένο και χοντρό τραγότσιολο. Ήταν η ώρα που η νυχτερινή ηδυπάθεια έπαιρνε υπαρξιακές διαστάσεις.