Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Παλιά που το σχολείο ήταν στα ζύγια του και σε σωστό δρόμο, όπως λένε ακόμα κάποιοι σκουριασμένοι, είχε ως πρώτο και κύριο στόχο την πλήρη υποταγή και την ηθική εξουθένωση του πειναλέοντος και γυμνητεύοντος θηρίου, που είχε την ατυχία να φέρει την ιδιότητα του μαθητή. Πάνω του εφαρμοζόταν κατά γράμμα το εγκληματικό δόγμα: «Ο μη δαρείς μηδέ παιδευθέτω».

Πολλοί από μας – την προτελευταία ζώσα σχολική γενιά – γευτήκαμε αυτό το ιδιότυπο δόγμα, ακούγοντας ταυτόχρονα το σαδιστικό αρχαίο ρηθέν: «Tης παιδείας αι μεν ρίζαι πικραί οι δε καρποί γλυκείς». Μόνο που το δεύτερο το ζήσαμε κατ΄ όναρ. 

Πολλές αντίστοιχες διηγήσεις παλαιότερων, μας μετέφεραν νοερώς στο σύγχρονο χουντικό ΕΑΤ-ΕΣΑ, όπου δια της ράβδου υποτάσσονταν ή και… δεξιοφρονούνταν πολλοί αριστερόχειρες. Οι δάσκαλοι εμφορούμενοι από έναν ιδιάζοντα σαδομαζοχισμό, έστελναν τα ίδια τα θύματά τους να κόψουν και να του εγχειρίσουν ένα ικανό αριθμό κρανόλουρων, ήτοι βέργες – βίτσες με την απεριόριστη αντοχή της κρανιάς.

Διηγούνταν ο πατέρας μου, πως το Δημοτικού ήταν αδελφικός φίλος με τον θηριώδη και χεροδύναμο Πάνο. Αυτός ήταν ο Ηρακλής, όπως έλεγε, κι ο πατέρας μου ο βοηθός του. Είχαν μια δασκάλα χοντρή και υστερική, που επιδίδονταν ιδιαίτερα στο σπορ του ξυλοδαρμού των μαθητών της. Σε ένα ομαδικό υποτίθεται παράπτωμα τους έβαλε όλους στη σειρά και βαρούσε ασύστολα. Στέναξε όλο το σχολείο με τους κλαυθμούς και τους οδυρμούς. Τότε λέει ο Ηρακλής στο βοηθό του: «Θα τη βαρέσω τη χοντρή». Πράγματι δεν πρόλαβε να τον αγγίξει, της ρίχνει μια ηρακλίσια μπουνιά και έπεσε αναίσθητη. Ο Ηρακλής κι ο βοηθός του δραπέτευσαν και όταν συνελήφθησαν δε φτάνει που έφαγαν το ξύλο της αρκούδας, έμειναν και στην ίδια τάξη.

Μια άλλη φορά στο μεταίχμιο των εποχών της απερχόμενης βέργας και της ερχόμενης πολιτισμένης παιδείας της μάθησης δια της πειθούς και της λογικής, ένας επιθεωρητής μοντέρνων απόψεων, μπαίνοντας στην τάξη προς επιθεώρηση, βλέπει ένα μάτσο βέργες στην έδρα και λέει σ΄ ένα μαθητή να τις πάρει και να τις πετάξει. «Μα…» ψέλλισε ο δάσκαλος. «Το ξύλο να σταματήσει» διέταξε το δάσκαλο, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα τις θεωρίες του σ΄ αυτόν και τους μαθητές. Άρχισε το μάθημα, αλλά οι μαθητές, αφού δε βλέπανε βέργες στην έδρα, το ρίξανε στο σορολόπ και στο κουβεντολόι, γράφοντας κανονικά τις εκκλήσεις του Δάσκαλου και του επιθεωρητή για ησυχία και τάξη. Όσο οι εκκλήσεις συνεχίζονταν τόσο η τάξη διασαλευόταν, ώσπου ο επιθεωρητής εξουθενωμένος κι αγριεμένος διατάζει ξανά το μαθητή που πέταξε τις βέργες να τις ξαναφέρει. Δεν πρόλαβε να τις φέρει και άρχισε η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Δάσκαλος και επιθεωρητής βάραγαν μανιωδώς όπου έφταναν κι όπου έβρισκαν, ώσπου ακούγεται μια φωνή: «Kύρη – κύρη χέστ΄κε ο Αργύρης». Αυτόματα ο Αργύρης πατώντας από θρανίο σε θρανίο βγήκε από το παράθυρο και πέταξε στην ελευθερία των βουνών, αφού πρώτα άδειασε το περιεχόμενο του βρακιού του στα θρανία των συμμαθητών του.