Χειρόγραφα
Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος
Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός
theofanhspap@outlook.com

Το μυθιστόρημα του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή ”Το Τρίτο Στεφάνι” τυπώθηκε για
πρώτη φορά το 1962 με έξοδα του ίδιου του συγγραφέα. Λέγεται ότι δεν πούλησε
πάνω από δέκα αντίτυπα. Ένας τόμος με το κοκκινόμαυρο γεωμετρικό σχέδιο στο
εξώφυλλο. Λίγα χρόνια αργότερα -1970- επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Ερμής και
γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία, καθιερώνοντας μάλιστα τον συγγραφέα
ανάμεσα στους πιο γνωστούς πεζογράφους της γενιάς του. Το 1979 το μυθιστόρημα
διασκευάστηκε για το Τρίτο Πρόγραμμα του ραδιοφώνου και το 1995 μεταφέρθηκε
στην τηλεόραση. Από τον ίδιο τον συγγραφέα ειπώθηκε πως εκδηλώθηκε ενδιαφέρον
από την πλευρά της Μελίνα Μερκούρη για την μεταφορά του και στον
κινηματογράφο. Τον χειμώνα του 2009 έγινε και η θεατρική διασκευή του από τον
Σταμάτη Φασουλή και τον Θανάση Νιάρχο για το Εθνικό Θέατρο.
Το βιβλίο όμως παρ’ όλη την τεράστια επιτυχία του έμελλε να διχάσει τόσο τους
κριτικούς όσο και τους αναγνώστες. Πολλοί είναι εκείνοι που έθιξαν τη γλώσσα και
το ύφος κυρίως του συγγραφέα -ειδικά τα πρώτα χρόνια της κυκλοφορίας του κι αυτό
γιατί ποτέ πριν στην νεοελληνική λογοτεχνία κανένας πεζογράφος δεν χρησιμοποίησε
αυτή την προφορικότητα της αφήγησης και το καθημερινό ιδιόλεκτο της
μικροαστικής τάξης- μάλιστα γνωστός συγγραφέας αφού επισήμανε κάποια θετικά
χαρακτηριστικά του βιβλίου ολοκλήρωσε τον λόγο του ως εξής: «έτσι που στο τέλος
καταντάει το κυριακάτικο γκιουβέτσι και τα μπουγαδόνερα της συνοικιακής αυλής
να προσδιορίζουν με τη μυρωδιά τους και το ύψος από το οποίο αντικρίζει την οικουμένη ο συγγραφέας.» Ωστόσο, υπήρξαν κι εκείνοι κι όχι λίγοι – υπέρ των οποίων τάσσομαι και εγώ ο ίδιος- που μίλησαν για πρωτότυπο ύφος, ευφυΐα και ταλέντο του συγγραφέα να αποδώσει μια θεατρικότητα στις εκφράσεις -ευχές,
κατάρες, αφορισμοί- που διακατέχουν ολόκληρο το έργο με έναν τρόπο τόσο
ιδιαίτερο και ξεχωριστό όσο το ίδιο ξεχωριστός υπήρξες και ο συγγραφέας του.
Το μυθιστόρημα αρθρώνεται σε δύο μακροσκελείς γυναικείους μονολόγους. Της
Νίνας η οποία και παντρεύτηκε τρεις φορές εξ’ ου και ο τίτλος του βιβλίου και της
κυράς – Εκάβης όπου από γειτόνισσα γίνεται πεθερά της Νίνας. Καθώς οι δύο
γυναίκες μονολογούν βλέπουμε πάνω στο τραπέζι που πίνουνε τον καφέ τους να
περνά η Ελλάδα. Άλλοτε με τον Μακεδονικό αγώνα ως οδηγό άλλοτε με τους
Βαλκανικούς για να καταλήξει στα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Πίσω από τα
λόγια των γυναικών ο αναγνώστης διακρίνει την μητρική αγάπη, τα οιδιπόδεια
συμπλέγματα, τους γάμους, τα όνειρα, τα ήθη της εποχής, τις απογοητεύσεις και
τέλος τον πόνο.
Ο θρήνος ταιριάζει στις γυναίκες κι αυτό µε βόλευε. Όπως όλες τις «πατρίδες», έτσι και
την Ελλάδα τη φανταζόµαστε και την παριστάνουµε, παραδόξως, σαν γυναίκα. Μια
γυναίκα ταυτίζεται µε την ίδια την Ελλάδα. Όταν διαμαρτύρεται και κλαίει,
διαμαρτύρεται και κλαίει η Ελλάδα. Κι εγώ ακριβώς αυτό ήθελα να κάνω – να βάλω
την Ελλάδα να κλάψει, να κλάψω την Ελλάδα, να κλάψω µε την Ελλάδα. Αλλά από την
άλλη µεριά δεν ήθελα και να περιοριστώ στο κλάµα. Ήθελα να τελειώσω µε µια νότα
αισιοδοξίας και κατάφασης, που κι αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό των Ελλήνων σαν
φυλής κι επιπλέον αισθητικά απαραίτητο».
(από συνέντευξη του Κ. Ταχτσή στον Γ.Κ.Πηλιχό, στο περιοδικό «Ταχυδρόμος»)