Γράφει o Ηλίας Προβόπουλος, δημοσιογράφος
Ήταν σαν τάμα εδώ και είκοσι χρόνια και εκπληρώθηκε χθες η επίσκεψή μου στην Κοντίβα
ανήμερα της εορτής της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και το κεράκι στην εκκλησία του
αυτού του έρημου χωριού σε μια από τις πιο απρόσιτες γωνιές της ελληνικής γης. ΄
Κρεμασμένη πάνω από τον Κρικελοπόταμο η Κοντίβα έχει ερημώσει εδώ και σαράντα
σχεδόν χρόνια αλλά κάθε χρόνο από το 1997 και δώθε, χάρη στην πίστη ορισμένων
κατοίκων της που δεν θέλουν να μείνει αλειτούργητη η εκκλησία τους και φυσικά χάρη και
στον παπα Σπύρο Μποτονάκη που αγαπά όσοι λίγοι αυτόν τον τόπο, δοκιμάζουν τις
αντοχές τους στο δύσβατο και επικίνδυνο σε ορισμένα σημεία μονοπάτι και ζωντανεύουν
το χωριό για λίγες ώρες.
Έτσι έγινε και φέτος και μετρηθήκαμε το πρωί στη λειτουργία 17 άτομα. Ορισμένοι είχαμε
πάει από την παραμονή, παρακολουθήσαμε τον εσπερινό, τα υψώματα και το απόδειπνο
και κατόπιν κάτσαμε στο προαύλιο της εκκλησίας και κουβεντιάσαμε για τους παλιούς
καιρούς στο χωριό όταν αυτό είχε ακόμη 100 άτομα. Τις μνήμες αυτές ακούγαμε από την
κυρά Παρασκευή Μπακατσιά η οποία παρά την ηλικία της περπάτησε κι εφέτος μαζί με τον
γιό της Κώστα ως την Κοντίβα και άνοιξαν την πόρτα του σπιτιού τους, του τελευταίου που
μένει ακόμη όρθιο. Οι υπόλοιποι που τους ακολουθήσαμε ήμασταν: ο παπα Σπύρος
Μποτονάκης με τις δυο του κόρες, την Βασιλική και την Αλεξάνδρα, ο Πάνος Νούλας, η
συγχωριανή μου Φωτεινή Δεδούση, η Αγλαία Τσατσαράγκου, η Βιολέτα Ροϊλού, ο Σπύρος
Μπουλάκος με την γυναίκα του Μαριάννα και τον γιό του Δημήτρη και ο Θέμης
Μπαζιώνηςς. Εκτός από τους Μπακατσαίους οι υπόλοιποι κοιμηθήκαμε σε σκηνές, στην
χορταριασμένη αυλή του σχολείου και το πρωί μας ξύπνησε μια βροχούλα.
Το πρωί ήρθαν από το μονοπάτι που ανεβαίνει από τον Κρικελοπόταμο οι Αλέκος
Μαντζιούτας, ο Ευάγγελος Πιρτσιόλας, η Βασιλική Μούρτου και η Γεωργία Παπαζαχαρία.
Ο παπα Σπύρος με ψάλτες τον Πάνο Νούλα και τον Σπύρο Μπουλάκο έκαναν μια όμορφη
λειτουργία και μετάλαβαν αρκετοί από τους παρευρισκόμενος. Ακολούθησε ευλογία των
καρπών (έφερε μάλιστα σταφύλια από το Καρπενήσι γιατί έτσι το καλεί η ημέρα) και
κατόπιν καθίσαμε όλοι να φάμε στην αυλή της εκκλησίας. Δεν το χαρήκαμε όμως γιατί
έπιασε βροχή, τα μαζέψαμε και φύγαμε άρον – άρον γιατί όταν βρέχει το μονοπάτι γίνεται
επικίνδυνο. Έτσι ούτε το χωριό γνωρίσαμε όπως θα έπρεπε και γι’ αυτό είπαμε να πάμε μια
άλλη φορά που θα ευνοούν οι συνθήκες να προσκυνήσουμε μια σβησμένη πατρίδα.