Χειρόγραφα

Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός

theofanhspap@outlook.com                                    

Αρχιμηνιά κερά κι αρχιχρονιά, κι αρχή καλός μας χρόνος
κι εκεί που βγήκε κερά μου ο Χριστός, τριώ χρονών παιδάκι
όλο τον κόσμο κερά μου γύρισε, σαν το καλογεράκι
(Μικρασιάτικα κάλαντα Πρωτοχρονιάς)

Σήμερα χιόνιζε από τα ξημερώματα. Είκοσι πέντε Δεκεμβρίου. Όλοι πήγαιναν στην Εκκλησία. Καμαρωτοί. Πήγαμε κι εμείς στην Εκκλησία – εγώ έμεινα απ’ έξω, ανάμεσα στις μαύρες ομπρέλες των πιστών.

[…]

Τον περασμένο μήνα μας έστειλε η Κορνηλία που ζούσε στην Αμερική ένα μηχάνημα που το τάιζες και έδειχνε εικόνες. Δεν είχα ξανά δει πουθενά! Ο Βίκτωρ το έλεγε: ντέο. Βββ ντέο. Την νύχτα των Χριστουγέννων με πήρε στην αγκαλιά του και αφού το τάισε εκείνο άρχισε να μας δείχνει ένα πλήθος από ξύλινα στρατιωτάκια, γάτες με φουντωτές ουρές, γυναίκες με φορέματα αναγεννησιακού τύπου και καπελίνες με φτερά, άντρες με γραβάτες και μεγάλα δαχτυλίδια, παιδιά που έτρεχαν ανέμελα στα χιόνια, ελάφια και τάρανδους, μικρά σπουργίτια, μια ροζ μπαλαρίνα με πορτοκαλί μαλλιά, παιχνίδια και διάφορα άλλα δώρα κάτω από χριστουγεννιάτικα δέντρα.

Αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά του. Ώσπου με ξύπνησε ένα μεγάλο βουητό. «Τι ήταν πάλι αυτό; Α… να το, πάλι!» Βουυυυ…κχχχ…

«Θα σε σκεπάσω μικρή μου, γιατί θα κρυώσεις με ανοιχτή πόρτα.» Είπε, και με σκέπασε μέχρι το λαιμό.

«Περιμένουμε κάποιον;» αναρωτήθηκα μ’ ένα δυνατό νιαούρισμα. Όμως απάντηση δεν έλαβα. Εκείνο το κουτί με τα μελομακάρονα γιατί τα άφησε στην μέση του χολ; Χαμήλωσε τον ήχο της τηλεόρασης, μέχρι που πια δεν ακουγόταν τίποτε. Εκείνη τη στιγμή η ροζ μπαλαρίνα με τα πορτοκαλί μαλλιά, ξεκίνησε πάλι τον ίδιο γνώριμο χορό. Σαν τρελή έμοιαζε. Δεν ηχούσε καμία μελωδία και εκείνη έκανε την μία πιρουέτα μετά την άλλη. Τα σύννεφα μαζεύτηκαν, σκοτεινιάζοντας την πλάση περισσότερο. Πίσω από την ανοιχτή πόρτα ο κόσμος έμοιαζε αλλόκοτος. Μια πόρτα για το υπερπέραν.

Μια απότομη κίνηση του, με ξύπνησε και πάλι. Κόντεψε να με ρίξει κάτω από το ανάκλιντρο. Του έριξα μια ματιά αλλά εκείνος δεν μου έδωσε την παραμικρή σημασία. Σαν εκστασιασμένος κοιτούσε απέναντι…

Μια φιγούρα στεκόταν στο χολ και μύριζε τα μελομακάρονα. Τα δασύτριχα πόδια, κι εκείνα τα νύχια πιθήκου μου θύμισαν πως επρόκειτο για εκείνο το περίεργο πλάσμα που είδα χθες το βράδυ έξω από το παράθυρο. Η μεγάλη μαύρη του ουρά σερνόταν στο πάτωμα. Οι γκρίζες του πατημασιές έδειχναν πως ήρθε απ’ έξω. Τα αυτιά του ήταν πιο μυτερά από τα δικά μου. Και τα μουστάκι του ασύμμετρο. Έμοιαζε με γυναικεία μορφή. Τα μάτια… Τα μάτια θύμιζαν εκείνα της Καλλιόπης… Γαλάζια και κρυστάλλινα. Εκείνο το βαθύ γαλάζιο τ’ ουρανού. Ενός ουρανού σαν του κήπου της Εδέμ. Η φωνή του κύρη έσκισε σαν σουγιάς την σιωπή που κυριαρχούσε για κάμποσες στιγμές στο χώρο.

«Μάνα… εσύ;»

Το αλλόκοτο πλάσμα μ’ ένα στοργικό εγκάρδιο χαμόγελο, παραδέχτηκε την ταυτότητα του. Με γρήγορο βηματισμό έφτασε στο κατώφλι της πόρτας. Κι ύστερα χάθηκε στο σκοτάδι…

Ξεκινούσε το Δωδεκαήμερο και οι καλικάντζαροι ανέβαιναν και πάλι στη γη…

Αφήνουν για λίγο τα έγκατα της γης και το πριόνισμα του μεγάλου δέντρου που κρατά σφιχτά τη γη!

«Η αγάπη της μάνας!»

Νιαούρισα δυνατά… κι ίσως κανείς να μην το άκουσε!

*Απόσπασμα από τη συλλογή διηγημάτων «Ο Τελευταίος Ασπασμός» (Β’ ΕΚΔΟΣΗ) Εκδόσεις Όστρια, Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος