«Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής

των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,

και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,

χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ’ Αλγέρι και το Σφαξ

θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,

κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,

θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,

οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα `χω πια ξεχάσει,

κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά:

“Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει”

Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί

και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,

κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,

θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ

σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,

θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ

και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες»

Ποίηση: Νίκος Καββαδίας

Τον πόνο αυτό του Νίκου Καββαδία σκέφτομαι αυτές τις μέρες. Μέρες που έφυγαν αγαπητοί και άξιοι φίλοι, μέρες που ένα φευγιό ετοιμάζεται στην οικογένεια. Μέρες που χάνονται τόσοι μα τόσοι άνθρωποι αδέρφια μας.

Κάτι που έχω σκεφτεί πολλές φορές πριν από ένα χειρουργείο ή μια χημειοθεραπεία, ένα άσχημο αποτέλεσμα ή ακόμη κι ένα χαρούμενο. Όχι το πώς στέκεσαι απέναντι στο θάνατο αλλά απέναντι στη ζωή. Πώς μπορείς να είσαι κάθε μέρα ιδανικός και άξιος εραστής των ανθρώπων, των τόπων, της δράσης, της ζωής.

Και από προσωπική εμπειρία ξέρω καλά ότι είναι πολύ στυγνός δικαστής ο εαυτός μας που κάποια στιγμή –όσο κι αν το αποφεύγουμε- έρχεται και στέκεται απέναντί μας. Είναι η στιγμή που υψώνεται μπροστά μας και είναι επιλογή μας να τον αφήσουμε να εξυψωθεί και όχι να καταβαραθρωθεί.

Μετά από εκείνη τη στιγμή της επίγνωσης, κάθε στιγμή μας η ζωή είναι απαιτητική, μας ζητάει παρουσία και ουσία.  

Έτσι για να μη μείνω ιδανικός και ανάξιος εραστής σε αυτό που λαχταρά η ψυχή μου, ήρθα πριν χρόνια να ζήσω στα Άγραφα. Γι’ αυτή τη δίψα της ψυχής αγωνίζομαι κάθε μέρα. Γιατί με το δύσκολο δρόμο κατάλαβα ότι αυτή η μικρή ζωή που έχουμε είναι κρίμα να πηγαίνει χαμένη μέσα στα πρέπει και τα θέλω των άλλων, στο ‘δήθεν’ και το ‘έλα μωρέ…’.

Κάθε στιγμή η ψυχή μας φωνάζει από ψηλά, ε εσύ εκεί κάτω δεν είσαι αθάνατος, δεν είσαι άτρωτος, είσαι αναλώσιμος αλλά μπορείς να είσαι χρήσιμος, καλός και αγαθός. Τώρα κι όχι αύριο, μετά, αργότερα, τώρα είναι η στιγμή να είσαι ο ιδανικός εαυτός σου και να κάνεις το καλύτερο δυνατό για σένα και τους γύρω σου. Τώρα …γιατί αύριο μπορεί να έχεις φύγει από αυτό το σώμα και να μην προλάβεις.

Τώρα και κάθε στιγμή, ιδανικός και άξιος…