Σε σύγκριση με το 2012, τα ποσοστά θνησιμότητας λόγω καρκίνου έχουν μειωθεί τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Ωστόσο, ο αριθμός των ατόμων που πεθαίνουν από καρκίνο έχει αυξηθεί κατά 3% από το 2012, λόγω της αύξησης και της γήρανσης του πληθυσμού. Περίπου 1,4 εκατ. άτομα στην Ε.Ε. θα πεθάνουν φέτος από καρκίνο. Χρειαζόμαστε καλύτερους τρόπους για να εξασφαλίσουμε βιώσιμα συστήματα υγείας, για να προσδιορίσουμε τα άτομα που μπορούν να επωφεληθούν από μια αποτελεσματική θεραπεία κατά του καρκίνου και για να αποφύγουμε τη τοξικότητα που σχετίζεται με τη θεραπεία.

Ένας από τους τρόπους επίτευξης αυτού του στόχου είναι η εξατομικευμένη ιατρική και οι καρκινικοί βιοδείκτες. Η εξατομικευμένη ιατρική για τον καρκίνο αποτελεί μια στοχευμένη προσέγγιση για την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία του καρκίνου βάσει του συγκεκριμένου καρκινικού προφίλ του ασθενούς. Οι καρκινικοί βιοδείκτες είναι μόρια που παράγονται συνήθως από καρκινικά κύτταρα και είναι δυνατό να ανιχνευθούν σε σωματικά υγρά ή ιστούς. Οι καρκινικοί βιοδείκτες μπορούν να προσδιορίσουν τα άτομα πού έχουν ή που κινδυνεύουν να αναπτύξουν καρκίνο. Οι καρκινικοί βιοδείκτες μπορούν επίσης να βοηθήσουν στην επιλογή ή την πρόγνωση των ασθενών που είναι πιθανό να έχουν θεραπευτικό όφελος από εξειδικευμένα προγράμματα θεραπείας.

Πράγματι, οι βιοδείκτες είναι καίριας σημασίας για τον προσδιορισμό της αχίλλειας πτέρνας του καρκίνου, την οποία οι γιατροί μπορούν να στοχεύσουν με συγκεκριμένα φάρμακα. Για παράδειγμα, ο βιοδείκτης EGFR στον καρκίνο του πνεύμονα είναι μια μετάλλαξη του DNA που υποδεικνύει ποια άτομα είναι πιθανότερο να επωφεληθούν από στοχευμένες θεραπείες. Οι βιοδείκτες μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν για την παρακολούθηση της ύφεσης της ασθένειας. Εν ολίγοις: οι βιοδείκτες είναι βασικής σημασίας για την εξατομικευμενη ιατρική. Μπορούν να συντελέσουν ώστε να παρασχεθεί η κατάλληλη θεραπεία στον κατάλληλο ασθενή την κατάλληλη στιγμή. Οι εξετάσεις για καρκινικούς βιοδείκτες είναι ήδη διαθέσιμες για πολλούς τύπους καρκίνου. Ωστόσο, η εγκεκριμένη χρήση και αποζημίωση τους στην Ευρώπη ποικίλει ανά χώρα. Για παράδειγμα, η εξέταση για τον βιοδείκτη RAS αποζημιώνεται σε διαφορετικά ποσοστά στα 21 από τα 28 κράτη μέλη της ΕΕ. Τα άτομα τα οποία υποβάλλονται σε έλεγχο βιοδεικτών, λαμβάνουν τα αποτελέσματα σε χρόνο λήψης που ποικίλλει από μερικές ημέρες έως έναν ολόκληρο μήνα, ανάλογα με τη χώρα και τον τύπο του βιοδείκτη.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Συνολικά, η Ελλάδα παραµένει σε χαµηλές θέσεις όσον αφορά την πρόσβαση σε εξατοµικευµένες θεραπείες, εξετάσεις βιοδεικτών και ποιότητα των εξετάσεων. Η πλειονότητα των αντικαρκινικών θεραπειών που συνδέονται µε βιοδείκτες είναι ενταγµένες στην ελληνική αγορά, αλλά η πρόσβαση και αποζηµίωση αυτών είναι περιορισµένη λόγω πολύπλοκων και αργών διαδικασιών. Πιο συγκεκριµένα, η Ελλάδα παρέχει πρόσβαση σε 26 από τις 37 σχετικές εγκεκριµένες από τον EMA στοχευµένες θεραπείες, που υποδεικνύουν µία µέση διαθεσιµότητα, αντίστοιχη µε τον µέσο όρο της ΕΕ των 29. Από τις 26 διαθέσιµες θεραπείες, οι 19 αποζηµιώνονται πλήρως (έναντι µέσου όρου ΕΕ 22), ενώ αποζηµιώνεται τουλάχιστον ένα φάρµακο που συνδέεται µε κάθε βιοδείκτη.

H λίστα των αποζηµιούµενων βιοδεικτών δεν έχει ενηµερωθεί από το 2014. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα, βιοδείκτες οι οποίοι είναι ενταγµένοι σε Εθνικά Θεραπευτικά Πρωτόκολλα και σχετίζονται µε αποζηµιούµενες και καινοτόµες εξατοµικευµένες για τον ασθενή θεραπείες όπως το BRCA1 και PD-L1, να µην αποζηµιώνονται µε αποτέλεσµα το κόστος εξέτασης να καλύπτεται από τον ασθενή εξ’ ολοκλήρου ή από τις φαρµακευτικές εταιρίες ως κύρια πηγή χρηµατοδότησης µέχρι τώρα. Σηµαντικοί περιορισµοί παρουσιάζονται  στην χρηµατοδότηση των βιοδεικτών. Τα εργαστήρια εντός των ογκολογικών κλινικών των δηµόσιων νοσοκοµείων χρηµατοδοτούνται από τον συνολικό προϋπολογισµό των νοσοκοµείων, γεγονός που οδηγεί πολλές φορές σε περιορισµούς. Όσον αφορά τα ιδιωτικά διαγνωστικά εργαστήρια, η αποζηµίωσή τους γίνεται µέσω συµβάσεων µε τον εθνικό οργανισµό παροχής υπηρεσιών υγείας ΕΟΠΥΥ (πληρωτή). Εν τούτοις, πολλά ιδιωτικά εργαστήρια επιλέγουν να µην συµβληθούν µε τον ΕΟΠΥΥ λόγω της υποκοστολόγησης των βιοδεικτών σε αρκετές περιπτώσεις και της περιορισµένης αποζηµίωσης που προκύπτει, κατόπιν της εφαρµογής των αυτόµατων επιστροφών (clawback). Χαρακτηριστικό αποτύπωµα των παραπάνω περιορισµών στη αποζηµίωση και χρηµατοδότηση είναι τα αποτελέσµατα έρευνας στους ασθενείς στο πλαίσιο της µελέτης, από την οποία προκύπτει ότι µόνον το 40% των ασθενών έλαβε αποζηµίωση για εξέταση βιοδείκτη µε το κόστος που καλύπτεται ιδιωτικά να φτάνει τα 500 µε 1.500 ευρώ.

ΠΗΓΗ:ΕΛΛΟΚ/ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ/ΚΑΡΚΙΝΙΚΟΙ ΒΙΟΔΕΙΚΤΕΣ